κύφων: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ᾽ ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]].
|btext=ωνος (ὁ) :<br />morceau de bois courbé <i>ou</i> arrondi, <i>d'où</i><br /><b>1</b> manche de charrue;<br /><b>2</b> carcan ; <i>fig.</i> coquin, misérable.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κυφός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κύφων''': -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), , (κῡφὸς) [[ξύλον]] κεκυρτωμένον, ὁ κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, [[ὡσαύτως]], «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ [[ἐπάνω]] ῥάβδοι, αἱ ἕως [[κάτω]] τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. [[εἶδος]] κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ [[ὀλέθριος]], [[κακοῦργος]], Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. [[μέρος]] τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.
|elnltext=κύφων -ωνος, ὁ [κυφός] schandpaal:; ὥστε δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι zodat ze op het marktplein aan de schandpaal gebonden werden Aristot. Pol. 1306b2; overdr.:; πολὺν κύφων’ ἑαυτῷ συλλέγειν zich een hoop narigheid op de hals halen Men. Dysc. 102; uitbr. van iem. die de schandpaal verdient boef, schurk.
}}
{{elru
|elrutext='''κύφων:''' ωνος () ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шейная колодка]] Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;<br /><b class="num">2)</b> бран. [[колодник]], [[негодяй]] Luc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ.
|lsmtext='''κύφων:''' -ωνος, ὁ (κῡφός),<br /><b class="num">I.</b> [[κυρτός]] [[ζυγός]] αρότρου, σε Θέογν.<br /><b class="num">II. 1.</b> είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάποιος]] που έχει το λαιμό του στο στύλο, [[απατεώνας]], [[κατεργάρης]], Λατ. [[furcifer]], σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κύφων:''' ωνος () ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[шейная колодка]] Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;<br /><b class="num">2)</b> бран. [[колодник]], [[негодяй]] Luc.
|lstext='''κύφων''': -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), ὁ, (κῡφὸς) [[ξύλον]] κεκυρτωμένον, κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, [[ὡσαύτως]], «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ [[ἐπάνω]] ῥάβδοι, αἱ ἕως [[κάτω]] τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. [[εἶδος]] κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ [[ὀλέθριος]], [[κακοῦργος]], Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. [[μέρος]] τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.
}}
{{elnl
|elnltext=κύφων -ωνος, ὁ [κυφός] schandpaal:; ὥστε δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι zodat ze op het marktplein aan de schandpaal gebonden werden Aristot. Pol. 1306b2; overdr.:; πολὺν κύφων’ ἑαυτῷ συλλέγειν zich een hoop narigheid op de hals halen Men. Dysc. 102; uitbr. van iem. die de schandpaal verdient boef, schurk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κύφων]], ωνος, [κῡφός]<br /><b class="num">I.</b> the [[bent]] [[yoke]] of the [[plough]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> a [[sort]] of [[pillory]] in [[which]] criminals were fastened by the [[neck]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> one who has had his [[neck]] in the [[pillory]], a [[knave]], Lat. [[furcifer]], Luc.
|mdlsjtxt=[[κύφων]], ωνος, [κῡφός]<br /><b class="num">I.</b> the [[bent]] [[yoke]] of the [[plough]], Theogn.<br /><b class="num">II.</b> a [[sort]] of [[pillory]] in [[which]] criminals were fastened by the [[neck]], Ar.<br /><b class="num">2.</b> one who has had his [[neck]] in the [[pillory]], a [[knave]], Lat. [[furcifer]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡφων Medium diacritics: κύφων Low diacritics: κύφων Capitals: ΚΥΦΩΝ
Transliteration A: kýphōn Transliteration B: kyphōn Transliteration C: kyfon Beta Code: ku/fwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, (κυφός) A crooked piece of wood, bent yoke of the plough, Thgn.1201: κύφωνες, οἱ, two bars in the frame of a chariot, Poll.1.143. II pillory, ἐν τῷ κ. αὐχένα ἔχειν Cratin.115, cf. Ar. Pl.476, 606; δεθῆναι ἐν τῷ κ. Arist.Pol.1306b2; μαστιγούσθω ἐν τῷ κ. OGI483.177 (Pergam.). 2 one who has had his neck in the pillory, knave, Archil.178, Luc.Pseudol.17. III part of a woman's dress, Posidipp.44. IV Archit., curved beam, IG42(1).102.224, al. (Epid., iv B.C.). V part of a water-wheel, PLond.3.1177.213 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 1539] ωνος, ὁ, das krummgebogene Holz; – a) zum Ziehen des Pfluges, Joch, Theogn. 1201; von einem andern Theile des Wagens, Poll. 1, 143, κυφῶνες. – b) zum Krummschließen u. Foltern der Missethäter, Nackenholz, vgl. Poll. 10, 177, wo er aus Cratin. anführt ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων; Ar. sagt ὦ τύμπανα καὶ κύφωνες οὐκ ἀρήξετε Plut. 476, vgl. 606 εἶμι δὲ ποῖ γῆς; – ἐς τὸν κύφωνα, in den Block; δεθῆναι ἐν τῷ κύφωνι ἐν τῇ ἀγορᾷ Arist. pol. 5, 6; bei Luc. Necyom. 14 sind vrbdn στρέβλαι καὶ κύφωνες καὶ τροχοί – Dah. auch ein Mensch, der diese Strafe verdient hat, Archil. bei Schol. Ar. a. a. O. u. VLL. – Nach Phot. auch ein Frauenkleid.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
morceau de bois courbé ou arrondi, d'où
1 manche de charrue;
2 carcan ; fig. coquin, misérable.
Étymologie: cf. κυφός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κύφων -ωνος, ὁ [κυφός] schandpaal:; ὥστε δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι zodat ze op het marktplein aan de schandpaal gebonden werden Aristot. Pol. 1306b2; overdr.:; πολὺν κύφων’ ἑαυτῷ συλλέγειν zich een hoop narigheid op de hals halen Men. Dysc. 102; uitbr. van iem. die de schandpaal verdient boef, schurk.

Russian (Dvoretsky)

κύφων: ωνος (ῡ) ὁ
1) шейная колодка Arph., Plut.: δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι Arst. быть публично выставленным с колодкой на шее;
2) бран. колодник, негодяй Luc.

Greek Monolingual

ο (Α κύφων, -ωνος) κυφός
είδος ξύλινης βασανιστήριας συσκευής, στην οποία κλείνονταν και διατηρούνταν σε ακινησία το κεφάλι ή ο αυχένας ή άλλα μέλη του σώματος τών δούλων και καταδίκων που τιμωρούνταν («δεθῆναι ἐν ἀγορᾷ ἐν τῷ κύφωνι», Αριστοτ.)
αρχ.
1. κυρτόξυλο, και ειδικά ο κυρτός ζυγός του αρότρου
2. κακούργος («ἀπατεῶνα γόητα ἐπίορκον ὄλεθρον κύφωνα βάραθρον», Λουκιαν.)
3. ευτελής άνθρωπος
4. είδος γυναικείου ενδύματος
5. αρχιτ. κυρτωμένη δοκός
6. μέρος υδραυλικού τροχού
7. στον πληθ. οἱ κύφωνες
οι επάνω ράβδοι τών δύο πλάγιων πλευρών άρματος
8. (κατά τον Ησύχ.) «κύφων
συνάγχη».

Greek Monotonic

κύφων: -ωνος, ὁ (κῡφός),
I. κυρτός ζυγός αρότρου, σε Θέογν.
II. 1. είδος στύλου στον οποίο δένονταν οι εγκληματίες από το λαιμό, σε Αριστοφ.
2. κάποιος που έχει το λαιμό του στο στύλο, απατεώνας, κατεργάρης, Λατ. furcifer, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κύφων: -ωνος, (ἢ κυφών, ῶνος), ὁ, (κῡφὸς) ξύλον κεκυρτωμένον, ὁ κυρτὸς ζυγὸς τοῦ ἀρότρου, Θέογν. 1201· κυφῶνες, ὡσαύτως, «τῶν δύο πλαγίων πλευρῶν (ἅρματος) αἱ ἐπάνω ῥάβδοι, αἱ ἕως κάτω τείνουσαι, κυφῶνες» Πολυδ. Α΄., 143. ΙΙ. εἶδος κολαστηρίου ξυλίνου δεσμοῦ, ἐν ᾧ ἐνεκλείετο ὁ αὐχὴν τῶν τιμωρουμένων δούλων καὶ καταδίκων, ἐν τῷ κυφῶνι τὸν αὐχένα ἔχων Κρατῖν. ἐν «Νεμέσει» 8, πρβλ. Ἀριστοφ. Πλ. 476, 606· δεθῆναι ἐν τῷ κ. Ἀριστ. Πολ. 5. 6, 15. 2) ὁ διατελέσας ἐν τοιαύτῃ τιμωρίᾳ, κακὸς καὶ ὀλέθριος, κακοῦργος, Λατ. furcifer, Ἀρχίλ. 166, Λουκ. Ψευδολογιστ. 17. ΙΙΙ. μέρος τοῦ γυναικείου ἱματισμοῦ, Ποσείδιππ. ἐν Ἀδήλ. 16.

Middle Liddell

κύφων, ωνος, [κῡφός]
I. the bent yoke of the plough, Theogn.
II. a sort of pillory in which criminals were fastened by the neck, Ar.
2. one who has had his neck in the pillory, a knave, Lat. furcifer, Luc.