κλυτοεργός: Difference between revisions
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ός, όν :<br />célèbre par ses ouvrages <i>ou</i> son talent.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[ἔργον]]. | |btext=ός, όν :<br />célèbre par ses ouvrages <i>ou</i> son talent.<br />'''Étymologie:''' [[κλυτός]], [[ἔργον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κλῠτοεργός:''' [[славящийся своими произведениями]], [[замечательно искусный]] ([[Ἣφαιστος]] Hom.; [[Τύχη]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κλῠτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]], [[ξακουστός]] για την [[εργασία]] του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. | |lsmtext='''κλῠτοεργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]], [[ξακουστός]] για την [[εργασία]] του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κλῠτοεργός''': -όν, (*[[ἔργω]]), [[περίφημος]] διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, [[ἑπομένως]] συνώνυμον τῷ [[κλυτοτέχνης]], ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=κλῠτο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[famous]] for [[work]], Od., Anth. | |mdlsjtxt=κλῠτο-εργός, όν [*[[ἔργω]]<br />[[famous]] for [[work]], Od., Anth. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, making κλυτὰ ἔργα: hence, = κλυτοτέχνης, epithet of Hephaestus, Od. 8.345; Τύχη AP10.64 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 1457] berühmt durch schöne Werke, berühmter Künstler; Hephästus, Od. 8, 345; Τύχη, Agath. 65 (X, 64).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
célèbre par ses ouvrages ou son talent.
Étymologie: κλυτός, ἔργον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλυτοεργός -όν [κλυτός, ἔργον] vermaard om zijn kunstwerken.
Russian (Dvoretsky)
κλῠτοεργός: славящийся своими произведениями, замечательно искусный (Ἣφαιστος Hom.; Τύχη Anth.).
Greek Monolingual
κλυτοεργός, -όν (Α)
ονομαστός για τα έργα του ή για την τέχνη του, κλυτοτέχνης («Ἥφαιστον κλυτοεργόν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλυτός + -εργός (< ἔργον), πρβλ. ιεροεργός, φυτοεργός].
Greek Monotonic
κλῠτοεργός: -όν (*ἔργω), περίφημος, ξακουστός για την εργασία του, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
κλῠτοεργός: -όν, (*ἔργω), περίφημος διὰ τὴν ἐργασίαν του, διὰ τὴν τέχνην του, ἑπομένως συνώνυμον τῷ κλυτοτέχνης, ἐπίθ, τοῦ Ἡφαίστου, Ὀδ. Θ. 345· Τύχη Ἀνθ. Π. 10. 64.