παρέκβασις: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />déviation (de la forme d'un gouvernement).<br />'''Étymologie:''' [[παρεκβαίνω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br />déviation (de la forme d'un gouvernement).<br />'''Étymologie:''' [[παρεκβαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=παρέκβασις -εως, ἡ [παρεκβαίνω] overtreding:. διὰ τὴν... τοῦ δικαίου παρέκβασιν door de schending van de rechtvaardigheid Aristot. Pol. 1307a7. afwijking; ongunstig:; πολιτείας δ’ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις er zijn drie soorten staatsvormen en evenzovele ontaardingen Aristot. EN 1160a31; uitweiding. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''παρέκβᾰσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[отход]], [[уклонение]], [[нарушение]] (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);<br /><b class="num">2)</b> (в речи), [[отступление]], [[отклонение]], Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы. | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''παρέκβᾰσις:''' -εως, ἡ, [[παρέκκλιση]], [[απομάκρυνση]] από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η [[τυραννίς]] είναι η [[παρέκβασις]] από τη [[μοναρχία]], η [[ολιγαρχία]] από την [[αριστοκρατία]], στον ίδ. | |lsmtext='''παρέκβᾰσις:''' -εως, ἡ, [[παρέκκλιση]], [[απομάκρυνση]] από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η [[τυραννίς]] είναι η [[παρέκβασις]] από τη [[μοναρχία]], η [[ολιγαρχία]] από την [[αριστοκρατία]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''παρέκβᾰσις''': ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., [[ἔκκλισις]] ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς [[εἶναι]] [[παρέκβασις]] τῆς βασιλείας, ἡ [[ὀλιγαρχία]] τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ [[δημοκρατία]] τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. [[παρέκβασις]] ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=παρέκβᾰσις, εως,<br />a [[deviation]] from, c. gen., Arist.; of [[constitutional]] forms, [[τυραννίς]] is a [[παρέκβασις]] from [[monarchy]], [[oligarchy]] from [[aristocracy]], Arist. | |mdlsjtxt=παρέκβᾰσις, εως,<br />a [[deviation]] from, c. gen., Arist.; of [[constitutional]] forms, [[τυραννίς]] is a [[παρέκβασις]] from [[monarchy]], [[oligarchy]] from [[aristocracy]], Arist. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:10, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A going aside from: metaph., deviation from, τοῦ δικαίου Arist.Pol. 1307a7. 2 especially of the deviations of constitutional forms, as τυραννίς is a π. of monarchy, oligarchy of aristocracy, democracy of ἡ πολιτεία, Id.EN1160a31, cf. Pol.1279a20, 1283a29, al. II digression, Is.6.59 (pl.), Plb.1.15.13, al., Apollon. Cit.3; τὴν π. ποιήσασθαι, ποιεῖσθαι τὰς π., D.H.1.53, D.S.1.37, cf. Phld.Rh.1.157S.; κατὰ παρέκβασιν Plb.3.2.7, 31.30.4, S.E.P.3.101.
German (Pape)
[Seite 513] ἡ, Abweichung vom rechten Wege, rechten Maaße, Arist. eth. 8, 12 pol. 3, 7 u. öfter; Abschweifung in der Rede, Isae. 6, 59, Pol. 3, 9, 6; ἵνα μὴ μακρὰς ποιώμεθα τὰς παρεκβάσεις, D. Sic. 1, 37; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
déviation (de la forme d'un gouvernement).
Étymologie: παρεκβαίνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρέκβασις -εως, ἡ [παρεκβαίνω] overtreding:. διὰ τὴν... τοῦ δικαίου παρέκβασιν door de schending van de rechtvaardigheid Aristot. Pol. 1307a7. afwijking; ongunstig:; πολιτείας δ’ ἐστὶν εἴδη τρία, ἴσαι δὲ καὶ παρεκβάσεις er zijn drie soorten staatsvormen en evenzovele ontaardingen Aristot. EN 1160a31; uitweiding.
Russian (Dvoretsky)
παρέκβᾰσις: εως ἡ
1) отход, уклонение, нарушение (τοῦ δικαίου Arst.; τοῦ συνήθους Plut.);
2) (в речи), отступление, отклонение, Isae., Diod.: κατὰ παρέκβασιν Polyb. в порядке отступления, отклонившись от темы.
Greek Monotonic
παρέκβᾰσις: -εως, ἡ, παρέκκλιση, απομάκρυνση από, με γεν., σε Αριστ.· για τους κυριότερους πολιτειακούς τύπους, η τυραννίς είναι η παρέκβασις από τη μοναρχία, η ολιγαρχία από την αριστοκρατία, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκβᾰσις: ἡ, τὸ παρεκβαίνειν· - μεταφορ., ἔκκλισις ἀπό τινος, τοῦ δικαίου Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 5. 2) ἰδίως ἐπὶ τῶν ἐπὶ τὰ χείρω παρεκκλίσεων τῶν κυριωτέρων τύπων πολιτευμάτων, οἷα ἡ τυραννὶς εἶναι παρέκβασις τῆς βασιλείας, ἡ ὀλιγαρχία τῆς ἀριστοκρατίας, ἡ δημοκρατία τῆς πολιτείας. Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 8. 10, 2 κἑξ., πρβλ. Πολιτικ. 3. 6, 11., 3. 7, 5., 3. 13, 1, κ. ἀλλ. ΙΙ. παρέκβασις ἀπὸ τοῦ προκειμένου, Ἰσαῖ 62. 13, Πολύβ., κλ.· κατὰ παρέκβασιν Πολύβ. 3. 2, 7, κτλ.
Middle Liddell
παρέκβᾰσις, εως,
a deviation from, c. gen., Arist.; of constitutional forms, τυραννίς is a παρέκβασις from monarchy, oligarchy from aristocracy, Arist.