κόλπωμα: Difference between revisions

From LSJ

τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement ample et qui fait des plis.<br />'''Étymologie:''' [[κολπόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />vêtement ample et qui fait des plis.<br />'''Étymologie:''' [[κολπόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κόλπωμα''': τό, [[ἱμάτιον]] πτυχῶδες, [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
|elnltext=κόλπωμα -ατος, τό [κολπόω] centrum (van de slaglinie).
}}
{{elru
|elrutext='''κόλπωμα:''' ατος τό прогиб, излучина: κ. τῶν μέσων Plut. прогнувшаяся середина фронта.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κόλπωμα:''' -ατος, τό, [[ένδυμα]] με πτυχώσεις, σε Πλούτ.
|lsmtext='''κόλπωμα:''' -ατος, τό, [[ένδυμα]] με πτυχώσεις, σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κόλπωμα:''' ατος τό прогиб, излучина: κ. τῶν μέσων Plut. прогнувшаяся середина фронта.
|lstext='''κόλπωμα''': τό, [[ἱμάτιον]] πτυχῶδες, [[οἷον]] ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.
}}
{{elnl
|elnltext=κόλπωμα -ατος, τό [κολπόω] centrum (van de slaglinie).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κόλπωμα]], ατος, τό,<br />a [[folded]] [[garment]], Plut.
|mdlsjtxt=[[κόλπωμα]], ατος, τό,<br />a [[folded]] [[garment]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόλπωμα Medium diacritics: κόλπωμα Low diacritics: κόλπωμα Capitals: ΚΟΛΠΩΜΑ
Transliteration A: kólpōma Transliteration B: kolpōma Transliteration C: kolpoma Beta Code: ko/lpwma

English (LSJ)

ατος, τό, A bellying or bulging out, of the centre in a line of battle, Plu.Mar.25. II garment with ample folds, worn by kings in Tragedy, Poll.4.116, An.Par.1.19.

German (Pape)

[Seite 1476] τό, der gemachte Busen, Bausch; Plut. Har. 25; Poll. 4, 116.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
vêtement ample et qui fait des plis.
Étymologie: κολπόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόλπωμα -ατος, τό [κολπόω] centrum (van de slaglinie).

Russian (Dvoretsky)

κόλπωμα: ατος τό прогиб, излучина: κ. τῶν μέσων Plut. прогнувшаяся середина фронта.

Greek Monolingual

το (AM κόλπωμα) κολπώ
νεοελλ.
1. κόλπος, εσοχή
2. καμπυλότητα, φούσκωμα
3. αναδίπλωση, πτύχωση
4. ανατ. κολποειδής σχηματισμός του σώματος («κόλπωμα κωναρίου»)
αρχ.
1. κοίλωμακόλπωμα τών μέσων, ώσπερ εἴωθεν ἐν μεγάλοις μετώποις», Πλούτ.)
2. ένδυμα με πολλές πτυχές που συνήθιζαν να φορούν οι βασιλείς στις τραγωδίες
3. χάσμα, άβυσσος.

Greek Monotonic

κόλπωμα: -ατος, τό, ένδυμα με πτυχώσεις, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

κόλπωμα: τό, ἱμάτιον πτυχῶδες, οἷον ἐφόρουν οἱ βασιλεῖς ἐν τῇ Τραγωδίᾳ, Πλουτ. Μάρ. 25, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 116, Κραμήρ. Ἀνέκ. Παρ. 1. 19.

Middle Liddell

κόλπωμα, ατος, τό,
a folded garment, Plut.