Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

περιβραχιόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />qui entoure le bras ; τὸ περιβραχιόνιον, bracelet.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βραχίων]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
|btext=ος, ον :<br />qui entoure le bras ; τὸ περιβραχιόνιον, bracelet.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βραχίων]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἀμφιδέαι]], [[βραχιονιστήρ]], [[κρίκος]], [[περίχειρον]], [[σφιγγίον]], [[ψέλιον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιβρᾰχῑόνιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὸν βραχίονα ἢ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], [[φόρημα]] περιβραχιόνιον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ― περιβραχιόνιον, τό, «[[βραχιόλιον]]» ἢ [[ὁπλισμός]] τις πρὸς φύλαξιν τοῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51 καὶ 4. 2, Διον. Ἁλ. 10. 37.
|elnltext=περιβραχιόνιος -ον [περί, βραχίων] om de arm zittend; subst. τὸ περιβραχιόνιον armband.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' [[надеваемый на руку]]: [[φόρημα]] [[περιβραχιόνιον]] Plut. браслет.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' -α, -ον ([[βραχίων]]), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω στο [[χέρι]], σε Πλούτ.· [[περιβραχιόνιον]] τό, [[περιβραχιόνιο]] ή [[μέρος]] οπλισμού για το [[χέρι]], σε Ξεν.
|lsmtext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' -α, -ον ([[βραχίων]]), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω στο [[χέρι]], σε Πλούτ.· [[περιβραχιόνιον]] τό, [[περιβραχιόνιο]] ή [[μέρος]] οπλισμού για το [[χέρι]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιβρᾰχῑόνιος:''' [[надеваемый на руку]]: [[φόρημα]] [[περιβραχιόνιον]] Plut. браслет.
|lstext='''περιβρᾰχῑόνιος''': -α, -ον, ὁ περὶ τὸν βραχίονα ἢ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], [[φόρημα]] περιβραχιόνιον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ― περιβραχιόνιον, τό, «[[βραχιόλιον]]» ἢ [[ὁπλισμός]] τις πρὸς φύλαξιν τοῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51 καὶ 4. 2, Διον. Ἁλ. 10. 37.
}}
{{elnl
|elnltext=περιβραχιόνιος -ον [περί, βραχίων] om de arm zittend; subst. τὸ περιβραχιόνιον armband.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-βρᾰχῑόνιος, η, ον [[βραχίων]]<br />[[round]] or on the arm, Plut.:— [[περιβραχιόνιον]], ου, an armlet or [[piece]] of [[armour]] for the arm, Xen.
|mdlsjtxt=περι-βρᾰχῑόνιος, η, ον [[βραχίων]]<br />[[round]] or on the arm, Plut.:— [[περιβραχιόνιον]], ου, an armlet or [[piece]] of [[armour]] for the arm, Xen.
}}
}}

Revision as of 21:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιβρᾰχῑόνιος Medium diacritics: περιβραχιόνιος Low diacritics: περιβραχιόνιος Capitals: ΠΕΡΙΒΡΑΧΙΟΝΙΟΣ
Transliteration A: peribrachiónios Transliteration B: peribrachionios Transliteration C: perivrachionios Beta Code: peribraxio/nios

English (LSJ)

ον, round or on the arm, φόρημα Plu.Dem.30: Subst. περιβραχιόνιον, τό, armlet, X.Cyr.6.4.2, D.H.10.37.

German (Pape)

[Seite 571] um den Arm gehend, φόρημα, Plut. Dem. 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui entoure le bras ; τὸ περιβραχιόνιον, bracelet.
Étymologie: περί, βραχίων.
Syn. ἀμφιδέαι, βραχιονιστήρ, κρίκος, περίχειρον, σφιγγίον, ψέλιον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιβραχιόνιος -ον [περί, βραχίων] om de arm zittend; subst. τὸ περιβραχιόνιον armband.

Russian (Dvoretsky)

περιβρᾰχῑόνιος: надеваемый на руку: φόρημα περιβραχιόνιον Plut. браслет.

Greek Monolingual

-α, -ο / περιβραχιόνιος, -ιον περιβραχίων, -ονος]]
ΝΑ
αυτός που τίθεται ή φοριέται γύρω από τον βραχίονα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το περιβραχιόνιο
1. κόσμημα που φοριέται γύρω από τον βραχίονα, ψέλι, βραχιόλι
2. λουρίδα υφάσματος γύρω από το μπράτσο, χρώματος μαύρου όταν φοριέται σε ένδειξη πένθους, ή άλλου χρώματος ή πολύχρωμη όταν φοριέται ως ένδειξη της ανάληψης προσωρινής υπηρεσίας ή αξιώματος, αλλ. βραχιονιστήρας («ο αρχηγός της ποδοσφαιρικής ομάδας φορούσε κίτρινο περιβραχιόνιο»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. είδος αμυντικού οπλισμού, μέρος της πανοπλίας που κάλυπτε και προστάτευε τον βραχίονα, χρησιμοποιούμενο κυρίως από τους Πέρσες, αργότερα δε και από τους Ρωμαίους.

Greek Monotonic

περιβρᾰχῑόνιος: -α, -ον (βραχίων), αυτός που βρίσκεται γύρω ή πάνω στο χέρι, σε Πλούτ.· περιβραχιόνιον τό, περιβραχιόνιο ή μέρος οπλισμού για το χέρι, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

περιβρᾰχῑόνιος: -α, -ον, ὁ περὶ τὸν βραχίονα ἢ ἐπ’ αὐτοῦ, φόρημα περιβραχιόνιον Πλουτ. Δημοσθ. 30· ― περιβραχιόνιον, τό, «βραχιόλιον» ἢ ὁπλισμός τις πρὸς φύλαξιν τοῦ βραχίονος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 51 καὶ 4. 2, Διον. Ἁλ. 10. 37.

Middle Liddell

περι-βρᾰχῑόνιος, η, ον βραχίων
round or on the arm, Plut.:— περιβραχιόνιον, ου, an armlet or piece of armour for the arm, Xen.