προσφοιτάω: Difference between revisions

From LSJ

ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
|btext=-ῶ :<br />aller souvent chez <i>ou</i> vers, fréquenter.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[φοιτάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προσφοιτάω''': [[ὑπάγω]] [[πολλάκις]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, [[συχνάζω]]. τὸ [[κουρεῖον]], ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς [[ἐπισκέπτομαι]], Στράβ. 644· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ [[γῆρας]] Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.
|elnltext=προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.
}}
{{elru
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
|lsmtext='''προσφοιτάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[πηγαίνω]] [[κάπου]] [[συχνά]], [[συχνάζω]], [[προσφεύγω]] σε ένα [[μέρος]], σε Δημ. κ.λπ.· [[προσφοιτάω]] τινί, [[επισκέπτομαι]] [[συνεχώς]], [[συχνάζω]], σε Στράβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προσφοιτάω:''' посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ [[αὐτῷ]] προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).
|lstext='''προσφοιτάω''': [[ὑπάγω]] [[πολλάκις]] [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι, [[συχνάζω]]. τὸ [[κουρεῖον]], ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς [[ἐπισκέπτομαι]], Στράβ. 644· [[μάλιστα]] ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ [[γῆρας]] Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.
}}
{{elnl
|elnltext=προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to go or [[come]] to [[frequently]], to [[resort]] to a [[place]], Dem., etc.; πρ. τινί to [[visit]] [[constantly]], Strab.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to go or [[come]] to [[frequently]], to [[resort]] to a [[place]], Dem., etc.; πρ. τινί to [[visit]] [[constantly]], Strab.
}}
}}

Revision as of 21:51, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφοιτάω Medium diacritics: προσφοιτάω Low diacritics: προσφοιτάω Capitals: ΠΡΟΣΦΟΙΤΑΩ
Transliteration A: prosphoitáō Transliteration B: prosphoitaō Transliteration C: prosfoitao Beta Code: prosfoita/w

English (LSJ)

A go or come to frequently, resort to, τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς π. Lys.23.3, cf. Id.24.20, D.25.52, Hyp.Ath.6, IG22.1237.64; π. τισί associate with, Str.14.1.32; esp. go to a master, D.H.Rh.9.11, etc.; τοῖς παλαιοῖς λόγοις Plu.2.653b. II metaph., visit, τὰ κακὰ π. πρὸς τὸ γῆρας Antiph.240.

German (Pape)

[Seite 787] häufig zu Einem gehen; Lys. 23, 3; πρός τι, 24, 20, wie Dem. 25, 52; gew. von Schülern, Luc. Dem. enc. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
aller souvent chez ou vers, fréquenter.
Étymologie: πρός, φοιτάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-φοιτάω geregeld bezoeken:. προσφοιτᾶν... πρὸς μυροπωλεῖον een parfumeriezaak frequenteren Lys. 24.20.

Russian (Dvoretsky)

προσφοιτάω: посещать, (при)ходить, захаживать (πρός τι Lys., Dem.): οἱ αὐτῷ προσπεφοιτηκότες Luc. посещавшие, т. е. ученики его (Аристотеля).

Greek Monotonic

προσφοιτάω: μέλ. -ήσω, πηγαίνω κάπου συχνά, συχνάζω, προσφεύγω σε ένα μέρος, σε Δημ. κ.λπ.· προσφοιτάω τινί, επισκέπτομαι συνεχώς, συχνάζω, σε Στράβ.

Greek (Liddell-Scott)

προσφοιτάω: ὑπάγω πολλάκις πρός τινα ἢ πρός τι, συχνάζω. τὸ κουρεῖον, ἵνα οἱ Δεκελεῖς πρ. Λυσί. 166. 37, πρβλ. 170. 8 καὶ 13, Δημ. 786. 8, κτλ.· πρ. τινι, συνεχῶς ἐπισκέπτομαι, Στράβ. 644· μάλιστα ἐπὶ τῆς πρὸς διδάσκαλον φοιτήσεως, Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητορ. 9. 11, κτλ.· - μεταφορ., τὰ κακὰ προσφοιτᾷ πρὸς τὸ γῆρας Ἀντιφάν. ἐν Ἀδήλ. 68.

Middle Liddell

fut. ήσω
to go or come to frequently, to resort to a place, Dem., etc.; πρ. τινί to visit constantly, Strab.