Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σησαμῆ: Difference between revisions

From LSJ

Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut

Menander, Monostichoi, 218
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br />gâteau de sésame et de miel.<br />'''Étymologie:''' [[σησάμη]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br />gâteau de sésame et de miel.<br />'''Étymologie:''' [[σησάμη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''σησᾰμῆ''': ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), [[μῖγμα]] σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, [[εἶδος]] «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν [[ἥδυσμα]] προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[σησάμη]] ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. [[σησαμίς]], -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.
|elnltext=σησαμῆ -ης, ἡ [σήσαμον] koek van sesam en honing.
}}
{{elru
|elrutext='''σησᾰμῆ:''' ῆς сесама (толченое кунжутное семя на меду, употреблявшееся в качестве свадебною угощения у афинян) Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''σησᾰμῆ:''' ἡ, [[πολτός]] από ψημένο και αλεσμένο [[σουσάμι]], [[σουσαμόπιτα]], [[παστέλι]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''σησᾰμῆ:''' ἡ, [[πολτός]] από ψημένο και αλεσμένο [[σουσάμι]], [[σουσαμόπιτα]], [[παστέλι]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''σησᾰμῆ:''' ῆς сесама (толченое кунжутное семя на меду, употреблявшееся в качестве свадебною угощения у афинян) Arph.
|lstext='''σησᾰμῆ''': , συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα ([[ὅπερ]] ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), [[μῖγμα]] σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, [[εἶδος]] «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν [[ἥδυσμα]] προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· [[ἡμαρτημένως]] φέρεται [[σησάμη]] ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. [[σησαμίς]], -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.
}}
{{elnl
|elnltext=σησαμῆ -ης, [σήσαμον] koek van sesam en honing.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=a [[sesame]] pudding, Ar.
|mdlsjtxt=a [[sesame]] pudding, Ar.
}}
}}

Revision as of 22:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σησᾰμῆ Medium diacritics: σησαμῆ Low diacritics: σησαμή Capitals: ΣΗΣΑΜΗ
Transliteration A: sēsamē̂ Transliteration B: sēsamē Transliteration C: sisami Beta Code: shsamh=

English (LSJ)

ἡ, contr. from σησαμέα (which occurs in Hdn.Gr.2.425), a mixture of sesame-seeds, roasted and pounded with honey, an Athenian delicacy, given to guests at a wedding, Ar.Pax 869, Men.938; in plural, Amphis 9.3; wrongly written σησάμη in Hp.Int.42, etc.

German (Pape)

[Seite 876] ἡ, ein Gemisch von gerösteten u. zerstoßenen Sesamkörnern mit Honig, eine beliebte Leckerspeise in Athen, die dei Hochzeiten den ankommenden Gästen gereicht ward; von σησαμ οῦς unterschieden, Schol. Ar. Pax 834, wo Ar. vrbdt ὁ πλακοῦς πέπεπται, σησαμῆ συμπλάττεται.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
gâteau de sésame et de miel.
Étymologie: σησάμη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σησαμῆ -ης, ἡ [σήσαμον] koek van sesam en honing.

Russian (Dvoretsky)

σησᾰμῆ: ῆς ἡ сесама (толченое кунжутное семя на меду, употреблявшееся в качестве свадебною угощения у афинян) Arph.

Greek Monolingual

-έα, ἡ, Α σήσαμον
γλύκισμα από φρυγανισμένο σουσάμι και μέλι, παστέλι.

Greek Monotonic

σησᾰμῆ: ἡ, πολτός από ψημένο και αλεσμένο σουσάμι, σουσαμόπιτα, παστέλι, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

σησᾰμῆ: ἡ, συνῃρ. ἐκ τοῦ σησαμέα (ὅπερ ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ὀξων. Ἀνεκδ. 2. 306), μῖγμα σησάμου πεφρυγμένου καὶ κοπανισμένου μετὰ μέλιτος, εἶδος «χαλβᾶ», Ἀθηναϊκὸν ἥδυσμα προσφερόμενον εἰς τοὺς κεκλημένους εἰς γάμον, Ἀριστοφ. Εἰρ. 869· ἐν τῷ πληθ., Ἄμφις ἐν «Γυναικ.» 1, Meineke εἰς Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 435· ἡμαρτημένως φέρεται σησάμη ἐν Ἱπποκρ. 355. 7, Γαλην. Γλωσσ., κλπ. Πρβλ. σησαμίς, -όεις. ― Ἴδε Κόντον ἐν Ἀθηνᾶς τ. Δ΄, σ. 279.

Middle Liddell

a sesame pudding, Ar.