τροποφορέω: Difference between revisions
Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=-ῶ :<br />supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.<br />'''Étymologie:''' [[τρόπος]], [[φέρω]]. | |btext=-ῶ :<br />supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.<br />'''Étymologie:''' [[τρόπος]], [[φέρω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=τροποφορέω [τρόπος, φέρω] zich schikken naar, verdragen, met acc. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τροποφορέω:''' [[ублажать]] (τινα NT - [[varia lectio|v.l.]] [[τροφοφορέω]]). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''τροποφορέω:''' μέλ. <i>τροποφορήσω</i>, [[υπομένω]] τους τρόπους κάποιου, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''τροποφορέω:''' μέλ. <i>τροποφορήσω</i>, [[υπομένω]] τους τρόπους κάποιου, <i>τινά</i>, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''τροποφορέω''': μετ’ αἰτ., [[ὑπομένω]] τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. [[τροφοφορέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 22:41, 2 October 2022
English (LSJ)
c. acc.,
A bear with another's moods, tolerate the character, put up with Sch.Ar.Ra.1479, Suid. s. vv. σκύμνος et οὐ χρή; τροποφορέω τὸν τῦφόν μου = tolerate my conceited character Cic.Att.13.29.1; v.l. for τροφοφορέω in LXXDe.1.31, Act.Ap.13.18.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
supporter le caractère de qqn, se plier à ses habitudes.
Étymologie: τρόπος, φέρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τροποφορέω [τρόπος, φέρω] zich schikken naar, verdragen, met acc.
Russian (Dvoretsky)
τροποφορέω: ублажать (τινα NT - v.l. τροφοφορέω).
English (Strong)
from τρόπος and φορέω; to endure one's habits: suffer the manners.
English (Thayer)
(τροφοφορέω) τροφοφόρω: 1st aorist ἐτροφοφόρησα; (τροφός and φέρω); to bear like a nurse or mother, i. e. to take the most anxious and tender care of: τινα, G L T Tr marginal reading (R. V. marginal reading bear as a nursing-father) (Alex. manuscript, etc.; Macarius, hom. 46,3and other ecclesiastical writings); see τροποφορέω.
Greek Monotonic
τροποφορέω: μέλ. τροποφορήσω, υπομένω τους τρόπους κάποιου, τινά, σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
τροποφορέω: μετ’ αἰτ., ὑπομένω τοὺς τρόπους τινός, Λατιν. morigerari alicui, ἢ μὴ καταδέξασθαι ἢ καταδεξαμένους τροποφορεῖν Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βατρ. 1433· τὸν τῦφόν μου πρὸς θεῶν τροποφόρησον Κικ. πρὸς Ἀττ. 13. 29, 2· πρβλ. τροφοφορέω.
Middle Liddell
τροπο-φορέω, fut. -ήσω
to bear with, τινά NTest.
Chinese
原文音譯:tropoforšw 特羅坡-賀雷哦
詞類次數:動詞(1)
原文字根:滋養(歸回)(攜帶)
字義溯源:容忍他人習性,忍受,容忍,忍耐;由(τρόπος)=樣式)與(φορέω)=有負擔,帶)組成,其中 (τρόπος)出自(τροπή)=轉動), (τροπή)出自(τρέμω)X*=轉),而 (φορέω)出自(φόρος)=負擔,稅), (φόρος)又出自(φέρω)*=負擔,背)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 容忍(1) 徒13:18