ζηλοτυπία: Difference between revisions
τῇ διατάξει σου διαμένει ἡ ἡμέρα ὅτι τὰ σύμπαντα δοῦλα σά → the day continues by thy arrangement; for all things are thy servants
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλότυπος]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />jalousie.<br />'''Étymologie:''' [[ζηλότυπος]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=ζηλοτυπία -ας, ἡ [ζηλοτυπέω] jaloezie:. διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης vanwege jaloezie en afgunst om zijn reputatie Plut. Per. 10.7. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ζηλοτῠπία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[зависть]]: ζ. πρός τινα [[ὑπέρ]] τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;<br /><b class="num">2)</b> тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ζηλοτῠπία:''' ἡ, ζήλια, [[φθόνος]], [[αντιζηλία]], σε Αισχίν., Πλούτ. | |lsmtext='''ζηλοτῠπία:''' ἡ, ζήλια, [[φθόνος]], [[αντιζηλία]], σε Αισχίν., Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ζηλοτῠπία, ἡ,<br />[[jealousy]], [[rivalry]], Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος] | |mdlsjtxt=ζηλοτῠπία, ἡ,<br />[[jealousy]], [[rivalry]], Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος] | ||
}} | }} |
Revision as of 23:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, jealousy, rivalry, envy, Aeschin.3.81, Com.Adesp.16.20D.; ζ. καὶ φθόνος τῆς δόξης Plu.Per.10; ἡ κατὰ τὴν τέχνην ζ. Luc.Cal.2; ζ. πρός τινα Plu.2.276b; θυσία ζηλοτυπίας LXXNu.5.15: pl., Phld.Rh.2.139S.
German (Pape)
[Seite 1139] ἡ, Eifersucht, Neid, πρός τινα ὑπέρ τινος, Aesch. 3, 81; καὶ φθόνος Plut. Pericl. 10.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
jalousie.
Étymologie: ζηλότυπος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζηλοτυπία -ας, ἡ [ζηλοτυπέω] jaloezie:. διὰ ζηλοτυπίαν καὶ φθόνον τῆς δόξης vanwege jaloezie en afgunst om zijn reputatie Plut. Per. 10.7.
Russian (Dvoretsky)
ζηλοτῠπία: ἡ
1) зависть: ζ. πρός τινα ὑπέρ τινος Aeschin. зависть к кому-л. в чем-л.; ζ. κατὰ τὴν τέχνην Luc. завидование (чьему-л.) мастерству;
2) тж. pl. ревность: ζ. πρός τινα διά τινα Plut. ревность кого-л. к кому-л.
Greek (Liddell-Scott)
ζηλοτῠπία: ἡ, «ζήλια», φθόνος, Αἰσχίν. 65. 16· ζ. καὶ φθόνος Πλούτ. Περικλ. 10· κατὰ τὴν τέχνην ζ. Λουκ. Διαβολ. 2· ζ. πρός τινα Πλούτ. 2. 276B.
Greek Monolingual
η (AM ζηλοτυπία) ζηλότυπος
1. ο φθόνος, η λύπη για την υπεροχή του άλλου
2. (για συζύγους ή εραστές) ανησυχία και καχυποψία για τη συζυγική ή ερωτική πίστη
αρχ.
ερεθισμός, οργή.
Greek Monotonic
ζηλοτῠπία: ἡ, ζήλια, φθόνος, αντιζηλία, σε Αισχίν., Πλούτ.
Middle Liddell
ζηλοτῠπία, ἡ,
jealousy, rivalry, Aeschin., Plut. [from ζηλότῠπος]