πολυσπερής: Difference between revisions
πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br />dispersé en plusieurs peuplades <i>ou</i> tribus.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπείρω]]. | |btext=ής, ές :<br />dispersé en plusieurs peuplades <i>ou</i> tribus.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[σπείρω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πολυσπερής -ές [πολύς, σπείρω] wijdverbreid. zeer vruchtbaar. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πολυσπερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[широко рассеянный]], [[широко расселившийся]] (ἄνθρωποι Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[многочисленный]] (Ὠκεανῖναι Hes.);<br /><b class="num">3)</b> [[плодовитый]] ([[καμασῆνες]] Emped.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πολυσπερής:''' -ές ([[σπείρω]]), αυτός που εξαπλώνεται [[τριγύρω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | |lsmtext='''πολυσπερής:''' -ές ([[σπείρω]]), αυτός που εξαπλώνεται [[τριγύρω]], σε Όμηρ., Ησίοδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=πολυ-σπερής, ές [[σπείρω]]<br />[[wide]]-[[spread]], Hom., Hes. | |mdlsjtxt=πολυ-σπερής, ές [[σπείρω]]<br />[[wide]]-[[spread]], Hom., Hes. | ||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, (σπείρω) A wide-spread, spread over the earth, ἄνθρωποι Il.2.804, Od.11.365; Ὠκεανῖναι Hes.Th.365; φήμη Theodect.16; συνόδοντες Opp.H.3.577; Boeot. pl. πολουσπερίες Corinn.Supp.2.63. II fruitful, καμασῆνες Emp.74.
German (Pape)
[Seite 673] ές, weit ausgesäet, weit ausgebreitet; ἄνθρωποι, Il. 2, 804, wie πολλοὺς βόσκει γαῖα πολυσπερέας ἀνθρώπους Od. 11, 365; Ὠκεανῖναι, zahlreich, Hes. Th. 365. – Auch akt., weit umher zerstreuend, verbreitend, Empedocl. 235.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
dispersé en plusieurs peuplades ou tribus.
Étymologie: πολύς, σπείρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυσπερής -ές [πολύς, σπείρω] wijdverbreid. zeer vruchtbaar.
Russian (Dvoretsky)
πολυσπερής:
1) широко рассеянный, широко расселившийся (ἄνθρωποι Hom.);
2) многочисленный (Ὠκεανῖναι Hes.);
3) плодовитый (καμασῆνες Emped.).
Greek (Liddell-Scott)
πολυσπερής: -ές, (σπείρω) πολυσπερέων ἀνθρώπων, «ἐπὶ πολλὰ μέρη τῆς γῆς διεσπαρμένων, πολυγενῶν» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 804, Ὀδ. Λ. 365· Ὠκεανῖναι Ἡσ. Θ. 365· πολυσπερὴς καθ’ Ἑλλάδα φήμη πλανᾶται, εἰς πολλὰ μέρη τῆς Ἑλλάδος διεσπαρμένη, διαδιδομένη, Θεοδέκτ. παρὰ Στοβ. σ. 105, 25, κλπ. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πολυσπερέων· πολυεθνῶν». ΙΙ. καρποφόρος, γόνιμος, καμασῆνες Ἐμπεδ. 256.
English (Autenrieth)
ές (σπείρω): widestrewn, wide-spread, over the earth.
Greek Monolingual
-ές και βοιωτ. τ. πληθ. αρσ. πολουσπερίες, Α
διεσπαρμένος σε πολλά μέρη («πολυσπερὴς καθ' Ἑλλάδα φήμη πλανᾱται», Θεοδοτ.)
2. καρποφόρος, γόνιμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + θ. σπερ- του σπείρω + κατάλ. -ής].
Greek Monotonic
πολυσπερής: -ές (σπείρω), αυτός που εξαπλώνεται τριγύρω, σε Όμηρ., Ησίοδ.