σύμπτωσις: Difference between revisions
Ὑπὸ τῆς ἀνάγκης πολλὰ γίγνεται κακά → Ad multa cogit nos necessitas mala → Der Zwang der Not lässt vieles schlimme Leid geschehn
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> affaissement, écroulement;<br /><b>2</b> rencontre.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]]. | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> affaissement, écroulement;<br /><b>2</b> rencontre.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=σύμ-πτωσις -εως, ἡ ook ξύμπτωσις [συμ- πίπτω] (lichamelijke) instorting, het afvallen (gewicht). Hp. Aph. 1.3. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''σύμπτωσις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[встреча]], [[слияние]] (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.);<br /><b class="num">2)</b> [[соприкосновение]], [[стык]] (τῶν Ἀπεννίνων [[ὀρῶν]] καὶ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> [[столкновение]], [[стычка]]: αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. беспрерывные стычки;<br /><b class="num">4)</b> [[случайность]], [[случай]] (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''σύμπτωσις:''' ἡ ([[συμπίπτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάπτωση]], [[συντριβή]], [[καταβύθιση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνάντηση]], σε Πολύβ.· με αρνητική [[σημασία]], [[επίθεση]], στον ίδ. | |lsmtext='''σύμπτωσις:''' ἡ ([[συμπίπτω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[κατάπτωση]], [[συντριβή]], [[καταβύθιση]], σε Στράβ.<br /><b class="num">II.</b> [[συνάντηση]], σε Πολύβ.· με αρνητική [[σημασία]], [[επίθεση]], στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[σύμπτωσις]], εως, [[συμπίπτω]]<br /><b class="num">I.</b> a collapsing, Strab.<br /><b class="num">II.</b> a [[meeting]], Polyb.: in [[hostile]] [[sense]], an [[attack]], Polyb. | |mdlsjtxt=[[σύμπτωσις]], εως, [[συμπίπτω]]<br /><b class="num">I.</b> a collapsing, Strab.<br /><b class="num">II.</b> a [[meeting]], Polyb.: in [[hostile]] [[sense]], an [[attack]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 00:15, 3 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna). II falling together, meeting, (ποταμῶν) Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29. 2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc. 3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-). 4 σ. φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S. III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5. IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.
German (Pape)
[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 affaissement, écroulement;
2 rencontre.
Étymologie: συμπίπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύμ-πτωσις -εως, ἡ ook ξύμπτωσις [συμ- πίπτω] (lichamelijke) instorting, het afvallen (gewicht). Hp. Aph. 1.3.
Russian (Dvoretsky)
σύμπτωσις: εως ἡ
1) встреча, слияние (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.);
2) соприкосновение, стык (τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν καὶ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.);
3) столкновение, стычка: αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. беспрерывные стычки;
4) случайность, случай (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπτωση.
Greek Monotonic
σύμπτωσις: ἡ (συμπίπτω),·
I. κατάπτωση, συντριβή, καταβύθιση, σε Στράβ.
II. συνάντηση, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, επίθεση, στον ίδ.
Middle Liddell
σύμπτωσις, εως, συμπίπτω
I. a collapsing, Strab.
II. a meeting, Polyb.: in hostile sense, an attack, Polyb.