βραχύνω: Difference between revisions
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> βραχυνῶ;<br />prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]]. | |btext=<i>f.</i> βραχυνῶ;<br />prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..<br />'''Étymologie:''' [[βραχύς]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=[[βραχύνω]] [[βραχύς]] bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βρᾰχύνω:''' сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''βρᾰχύνω:''' [ῡ], μέλ. <i>-ῠνῶ</i>, [[συντομεύω]], [[μικραίνω]], [[περικόπτω]], [[μεταχειρίζομαι]] [[κάτι]] ως βραχύ, <i>συλλαβήν</i>, [[χρησιμοποιώ]] ως βραχεία [[συλλαβή]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br />fut. υνῶ, to [[shorten]], to use as a [[short]] [[syllable]], Plut. | |mdlsjtxt=<br />fut. υνῶ, to [[shorten]], to use as a [[short]] [[syllable]], Plut. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 3 October 2022
English (LSJ)
abridge, shorten, i. e. to be a sign of a brief attack, Hp. Aph.1.12; use as short, συλλαβήν Pl.Per.4:—Pass., opp. μηκύνομαι, Luc.Hist.Conscr.55; -όμενον φωνῆεν Heph.1.1, D.T.633.
Spanish (DGE)
I intr.
1 durar menos tiempo, abreviarse la duración de una enfermedad, Hp.Aph.1.12, Gal.17(2).392.
2 en v. med. hacerse más corto en el espacio αὐτὴ περιβολὴ βραχυνομένη ἀπὸ τῆς εὐθείας καὶ κινουμένη πρὸς τὸ πλάγιον Gal.18(2).564, del tamaño de un proemio ἀνάλογον τοῖς πράγμασιν ἢ μηκυνόμενον ἢ βραχυνόμενον Luc.Hist.Cons.55.
II tr., prosod. pronunciar como breve, abreviar συλλαβήν Plu.Per.4
•en v. pas. ἢ ὅτ' ἂν βραχεῖ ἢ βραχυνομένῳ φωνήεντι ἐπιφέρηται δύο σύμφωνα D.T.633.2, cf. Heph.1.1, Sch.Er.Il.1.486, πρὸ τέλους βραχύνεσθαι Sch.Er.Il.6.268b.
German (Pape)
[Seite 462] kurz machen, sprechen, eine Sylbe, Gramm.; vgl. Plut. Pericl. 4.
French (Bailly abrégé)
f. βραχυνῶ;
prononcer une syllabe comme brève, abréger, acc..
Étymologie: βραχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βραχύνω βραχύς bekorten:. β. συλλαβήν een lettergreep kort uitspreken Plut. Per. 4.1.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχύνω: сокращать, укорачивать, тж. кратко произносить (τὴν πρότεραν συλλαβήν Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύνω: μέλλ. -ῠνῶ, κάμνω τι βραχύ, συντομεύω, Ἱππ. Ἀφ. 1243· μεταχειρίζομαί τι ὡς βραχύ, συλλαβὴν Πλούτ. Περικλ. 4.
Greek Monolingual
(AM βραχύνω) βραχύς
1. καθιστώ κάτι βραχύτερο, μικραίνω, συντομεύω2. καθιστώ βραχύ μακρό φωνήεν ή δίφθογγο
νεοελλ.
(προστ.) βραχύνατε
στρατιωτικό παράγγελμα για ελάττωση του βεληνεκούς στο πυροβολικό ή του μήκους του τροχασμού στο ιππικό.
Greek Monotonic
βρᾰχύνω: [ῡ], μέλ. -ῠνῶ, συντομεύω, μικραίνω, περικόπτω, μεταχειρίζομαι κάτι ως βραχύ, συλλαβήν, χρησιμοποιώ ως βραχεία συλλαβή, σε Πλούτ.