Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὔαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]].
|btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαρκτος:''' [[легко управляемый]], [[послушный]] ([[στόμα]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με [[ευκολία]], [[πειθήνιος]], λέγεται για [[στόμα]] αλόγου, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''εὔαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με [[ευκολία]], [[πειθήνιος]], λέγεται για [[στόμα]] αλόγου, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔαρκτος:''' [[легко управляемый]], [[послушный]] ([[στόμα]] Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔαρκτος Medium diacritics: εὔαρκτος Low diacritics: εύαρκτος Capitals: ΕΥΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: eúarktos Transliteration B: euarktos Transliteration C: eyarktos Beta Code: eu)/arktos

English (LSJ)

ον, (ἄρχω) easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.

German (Pape)

[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.

Russian (Dvoretsky)

εὔαρκτος: легко управляемый, послушный (στόμα Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.

Greek Monolingual

εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άναρκτος, δύσαρκτος].

Greek Monotonic

εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

εὔ-αρκτος, ον ἄρχω
easy to govern, manageable, of a horse's mouth, Aesch.

English (Woodhouse)

docile, obedient

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)