εὔαρκτος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | |btext=ος, ον :<br />facile à gouverner.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔαρκτος:''' [[легко управляемый]], [[послушный]] ([[στόμα]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με [[ευκολία]], [[πειθήνιος]], λέγεται για [[στόμα]] αλόγου, σε Αισχύλ. | |lsmtext='''εὔαρκτος:''' -ον ([[ἄρχω]]), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με [[ευκολία]], [[πειθήνιος]], λέγεται για [[στόμα]] αλόγου, σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, (ἄρχω) easy to govern, manageable, of a horse's mouth, A.Pers.193.
German (Pape)
[Seite 1057] leicht zu beherrschen, στόμα, Aesch. Pers. 189.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facile à gouverner.
Étymologie: εὖ, ἄρχω.
Russian (Dvoretsky)
εὔαρκτος: легко управляемый, послушный (στόμα Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔαρκτος: -ον, (ἄρχω) ὁ εὐκόλως ἀρχόμενος, πειθήνιος, ἐν ἡνίαισί τ’ εἶχεν εὔαρκτον στόμα, ἐπὶ ἵππου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 193.
Greek Monolingual
εὔαρκτος, -ον (Α)
(για άλογο) αυτός που κυβερνάται, που διευθύνεται εύκολα, πειθήνιος, πράος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -αρκτος (< άρχω), πρβλ. άναρκτος, δύσαρκτος].
Greek Monotonic
εὔαρκτος: -ον (ἄρχω), αυτός που διοικείται εύκολα, ελέγχεται με ευκολία, πειθήνιος, λέγεται για στόμα αλόγου, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
εὔ-αρκτος, ον ἄρχω
easy to govern, manageable, of a horse's mouth, Aesch.