μεγακήτης: Difference between revisions

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un énorme cétacé ; <i>p. ext.</i> énorme, monstrueux;<br /><b>2</b> qui renferme d'énormes cétacés.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κῆτος]].
|btext=ης, ες:<br /><b>1</b> qui est un énorme cétacé ; <i>p. ext.</i> énorme, monstrueux;<br /><b>2</b> qui renferme d'énormes cétacés.<br />'''Étymologie:''' [[μέγας]], [[κῆτος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰκήτης:''' [[κῆτος]]<br /><b class="num">1)</b> [[чудовищный]], [[огромный]] ([[δελφίς]], [[νηῦς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[изобилующий чудовищами]] ([[πόντος]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεγᾰκήτης:''' -ες ([[κῆτος]] II), αυτός που έχει [[μεγάλα]] κοιλώματα, [[σπηλαιώδης]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. [[βαθυκήτης]]), λέγεται για [[πλοίο]], αυτό που έχει βαθύ [[σκάφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[δελφίνι]], αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ.
|lsmtext='''μεγᾰκήτης:''' -ες ([[κῆτος]] II), αυτός που έχει [[μεγάλα]] κοιλώματα, [[σπηλαιώδης]], λέγεται για [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. [[βαθυκήτης]]), λέγεται για [[πλοίο]], αυτό που έχει βαθύ [[σκάφος]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για [[δελφίνι]], αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''μεγᾰκήτης:''' [[κῆτος]]<br /><b class="num">1)</b> [[чудовищный]], [[огромный]] ([[δελφίς]], [[νηῦς]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[изобилующий чудовищами]] ([[πόντος]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μεγᾰ-κήτης, ες [[κῆτος]] II]<br />with [[great]] hollows, [[cavernous]], of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a [[ship]], with [[large]] [[hull]], Il.; of a [[dolphin]], with [[huge]] maw, Il.
|mdlsjtxt=μεγᾰ-κήτης, ες [[κῆτος]] II]<br />with [[great]] hollows, [[cavernous]], of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a [[ship]], with [[large]] [[hull]], Il.; of a [[dolphin]], with [[huge]] maw, Il.
}}
}}

Revision as of 14:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰκήτης Medium diacritics: μεγακήτης Low diacritics: μεγακήτης Capitals: ΜΕΓΑΚΗΤΗΣ
Transliteration A: megakḗtēs Transliteration B: megakētēs Transliteration C: megakitis Beta Code: megakh/ths

English (LSJ)

ες, (cf. κητώεις) yawning, with mighty hollows, μεγακήτεα πόντον Od.3.158; with mighty maw, δελφίς Il.21.22; capacious, νηῦς 8.222, 11.5,600. (Also expld. as derived from κῆτος, μ. πόντος teeming with monsters, μ. νηῦς with a monster as figurehead.)

German (Pape)

[Seite 104] ες, ungeheuer groß; δελφίν, Il. 21, 22, vgl. κῆτος, auch πόντος, Od. 3, 158, wo es Einige erkl. = große Ungeheuer in seinen Tiefen habend; νηῦς, Il. 8, 222. 11, 5. 600, von gewaltiger Höhlung, sehr geräumig. Vgl. noch κητώεις.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
1 qui est un énorme cétacé ; p. ext. énorme, monstrueux;
2 qui renferme d'énormes cétacés.
Étymologie: μέγας, κῆτος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰκήτης: κῆτος
1) чудовищный, огромный (δελφίς, νηῦς Hom.);
2) изобилующий чудовищами (πόντος Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰκήτης: -ες, ἐπίθ. τῆς θαλάσσης παρ’ Ὁμ., μεγακήτεα πόντον Ὀδ. Γ. 158, ἔνθα κοινῶς ἑρμηνεύεται: ἔχων ἀφθονίαν θαλασσίων τεράτων (κήτεα)· ἀλλ’ ἐν Ἰλ. Φ. 22, εὕρηται ὡς ἐπίθ. δελφῖνος, (ὑπὸ δελφῖνος μεγακήτεος ἰχθύες ἄλλοι φεύγοντες), ἐν Θ. 222., Λ. 5, 600, ἐπὶ πλοίου (μεγακήτεϊ νηί)· ὁ δὲ Θέογν. 175 ἔχει βαθυκήτεα πόντον, προφανῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας ἐφ’ ἧς τὸ μεγακήτεα παρ’ Ὁμ. - Αἱ χρήσεις αὗται ὡδήγησαν τὸν Buttm. (ἑπόμενον τῷ Hemst. εἰς Λουκ. Τίμ. 26) νὰ διισχυρισθῇ ὅτι πρέπει νὰ ἔχῃ ἡ λέξις τὴν αὐτὴν σημασίαν, ἣν τὸ κητώεις, καιετάεις, δηλ. ἔχων μεγάλην, εὐρεῖαν κοιλίαν, χαίνων, πλήρης κοιλωμάτων· πρβλ. κῆτος.

English (Autenrieth)

ες (κῆτος): with great gulf or hollow; δελφίν, ‘voracious,’ Il. 21.22 ; νηῦς, ‘wide-bellied,’ Il. 8.222 ; πόντος, ‘wide-yawning,’ Od. 3.158.

Greek Monolingual

μεγακήτης, -ες (Α)
1. (για τη θάλασσα) αυτός που έχει αφθονία κητών («ἐστόρεσεν δὲ θεὸς μεγακήτεα πόντον», Ομ. Οδ.)
2. (για το δελφίνι) μεγάλος
3. (για πλοίο) ευρύχωρος («μεγακήτεϊ νηΐ μελαίνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγα- + -κήτης (< κῆτος «θαλάσσιο τέρας»), πρβλ. βαθυκήτης, πολυκήτης].

Greek Monotonic

μεγᾰκήτης: -ες (κῆτος II), αυτός που έχει μεγάλα κοιλώματα, σπηλαιώδης, λέγεται για θάλασσα, σε Ομήρ. Οδ. (πρβλ. βαθυκήτης), λέγεται για πλοίο, αυτό που έχει βαθύ σκάφος, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για δελφίνι, αυτό που έχει τεράστια σαγόνια, στο ίδ.

Middle Liddell

μεγᾰ-κήτης, ες κῆτος II]
with great hollows, cavernous, of the sea, Od. (cf. βαθυκήτησ): of a ship, with large hull, Il.; of a dolphin, with huge maw, Il.