μελῳδός: Difference between revisions

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui chante;<br /><b>2</b> mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ᾄδω]].
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui chante;<br /><b>2</b> mélodieux.<br />'''Étymologie:''' [[μέλος]], [[ᾄδω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий]] ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[певучий]] ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ певец, лирический поэт Plat.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μελῳδός:''' -όν ([[μέλος]] III, [[ᾄδω]]), [[τραγουδιστής]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.
|lsmtext='''μελῳδός:''' -όν ([[μέλος]] III, [[ᾄδω]]), [[τραγουδιστής]], [[μουσικός]], [[μελωδικός]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''μελῳδός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[поющий]] ([[Μοῦσα]], [[κύκνος]], [[ὄρνις]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[певучий]] ([[ἄχημα]] Eur.).<br /><b class="num">II</b> ὁ певец, лирический поэт Plat.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελῳδός Medium diacritics: μελῳδός Low diacritics: μελωδός Capitals: ΜΕΛΩΔΟΣ
Transliteration A: melōidós Transliteration B: melōdos Transliteration C: melodos Beta Code: melw|do/s

English (LSJ)

όν, A musical, melodious, κύκνος, ὄρνις, E.IT1104 (lyr.), Hel.1109 (lyr.); ἀχήματα Id.IA1045 (lyr.). II Subst. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Pl.Lg.723d, AJP48.18 (Rome).

German (Pape)

[Seite 129] ein Lied singend, Eur. Rhes. 351; oft auch ἄχημα, I. T. 1045; auch = dichtend, bes. der lyrische Dichter, Plat. Legg. IV, 723 d; Τήϊος, Anacr. 1, 2; ὄρνις θρήνων μ. Luc. Halcyon. 8, u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
1 qui chante;
2 mélodieux.
Étymologie: μέλος, ᾄδω.

Russian (Dvoretsky)

μελῳδός:
1) поющий (Μοῦσα, κύκνος, ὄρνις Eur.);
2) певучий (ἄχημα Eur.).
II ὁ певец, лирический поэт Plat.

Greek (Liddell-Scott)

μελῳδός: -όν, (μέλος Β) ὁ ᾄδων μελῳδικῶς, μουσικός, μελῳδικός, κύκνος, ὄρνις Εὐρ. Ι. Τ. 1104, Ἑλ. 1111· ἄχημα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 1045. II. ὡς οὐσιαστ. μελῳδός, ὁ, = μελοποιός, Πλάτ. Νόμ. 723D.

Greek Monolingual

ο, η (ΑM μελῳδός, -όν)
ως ουσ.
1. αοιδός, τραγουδιστής
2. λυρικός ποιητής που συνθέτει τη μουσική τών ποιημάτων του
2. στιχουργός και συνθέτης εκκλησιαστικών ύμνων, σε διάκριση από τον υμνογράφο, ο οποίος γράφει αλλά δεν μελοποιεί ύμνους («Ρωμανός ο μελωδός»)
νεοελλ.
μουσικοσυνθέτης, μουσουργός
αρχ.
ως επίθ. μελωδικός («μελῳδοῖς θέτιν ἀχήμασι... τι κλέουσαι», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -ῳδός (< ᾠδή) (πρβλ. κωμωδός, τραγωδός)].

Greek Monotonic

μελῳδός: -όν (μέλος III, ᾄδω), τραγουδιστής, μουσικός, μελωδικός, σε Ευρ.

Middle Liddell

μελ-ῳδός, όν μέλος II, ᾄδω]
singing, musical, melodious, Eur.

English (Woodhouse)

melodious

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)