ξηρασία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς οὐδὲν γλύκιον ἧς πατρίδος οὐδὲ τοκήων γίνεται, εἴ περ καί τις ἀπόπροθι πίονα οἶκον γαίῃ ἐν ἀλλοδαπῇ ναίει ἀπάνευθε τοκήων → More than all pleasures that were ever made parents and fatherland our life still bless. Though we rich home in a strange land possess, still the old memories about us cling.

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0279.png Seite 279]] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.
}}
{{elru
|elrutext='''ξηρασία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[высушивание]], [[просушивание]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[сухость]] Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])].
|mltxt=και [[ξερασία]], η (ΑΜ [[ξηρασία]], Α ιων. τ. ξηρασίη)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[ανομβρία]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>(μετεωρ.)</b> [[έλλειψη]] επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή [[διαταραχή]] στον υδρολογικό κύκλο και στο [[ισοζύγιο]] τών υδάτων, με [[συνέπεια]] τη [[λειψυδρία]], την [[καταστροφή]] τών καλλιεργειών, την [[ξήρανση]] τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη [[βλάστηση]], στην [[παραγωγή]], στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ξηρασία]] ατμοσφαιρική»<br /><b>(μετεωρ.)</b> [[ξηρασία]] που χαρακτηρίζεται από [[μείωση]] της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή [[θερμοκρασία]]<br />β) «[[ξηρασία]] εδαφική» — προοδευτική [[ξήρανση]] του εδάφους λόγω ανομβρίας<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[νόσος]] τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την [[ανάπτυξη]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ξήρανση]], [[στέγνωμα]]<br /><b>2.</b> [[ξηρότητα]]<br /><b>3.</b> το να διατηρεί [[κανείς]] [[κάτι]] ξηρό, στεγνό<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «ξηρασίαν λαμβάνειν» — [[αποξήρανση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ξηρασ</i>- του [[ξηραίνω]] (<b>πρβλ.</b> παρακμ. <i>ἐ</i>-<i>ξήρασ</i>-<i>μαι</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ία</i> (<b>πρβλ.</b> [[υγραίνω]]: [[υγρασία]])].
}}
{{elru
|elrutext='''ξηρασία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[высушивание]], [[просушивание]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> [[сухость]] Arst.
}}
}}

Revision as of 15:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηρᾰσία Medium diacritics: ξηρασία Low diacritics: ξηρασία Capitals: ΞΗΡΑΣΙΑ
Transliteration A: xērasía Transliteration B: xērasia Transliteration C: ksirasia Beta Code: chrasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A desiccation, Hp. Morb.1.18, Antiph.231.7, Arist.Mete.384a11; keeping dry, Thphr. HP7.2.2; drying of hay, PTeb.441(i A.D.), etc. 2 dryness, τοῦ περιέχοντος Str.2.3.7; τοῦ καυλοῦ Dsc.2.142, cf. LXX Jd.6.37; ξηρασίαν λαμβάνειν become dry, Agatharch.34. 3 drought, Gp.1.8.13 (pl.).

German (Pape)

[Seite 279] ἡ, Trockenheit, Dürre; Antiphan. bei Ath. I, 22 f; Arist. meteor. 4, 7; Theophr. u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ξηρασία:
1) высушивание, просушивание Arst.;
2) сухость Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ξηρᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ξηρασία, ἀνομβρία, αὐχμός, «ξεραΐλα», Ἱππ. 453, 49, Ἀντιφ. ἐν Ἀδήλ. 10. ΙΙ. τὸ ξηραίνειν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 10. 3, 2, Μετεωρ. 4. 7, 6.

Greek Monolingual

και ξερασία, η (ΑΜ ξηρασία, Α ιων. τ. ξηρασίη)
νεοελλ.-μσν.
ανομβρία
νεοελλ.
1. (μετεωρ.) έλλειψη επαρκών βροχοπτώσεων για παρατεταμένη χρονική περίοδο η οποία προκαλεί σοβαρή διαταραχή στον υδρολογικό κύκλο και στο ισοζύγιο τών υδάτων, με συνέπεια τη λειψυδρία, την καταστροφή τών καλλιεργειών, την ξήρανση τών χειμάρρων και τον περιορισμό τών υπόγειων υδάτων και με γενικότερες αρνητικές επιπτώσεις στη βλάστηση, στην παραγωγή, στις υδροδυναμικές εγκαταστάσεις, στα συστήματα ύδρευσης
2. φρ. α) «ξηρασία ατμοσφαιρική»
(μετεωρ.) ξηρασία που χαρακτηρίζεται από μείωση της σχετικής υγρασίας του αέρα και από υψηλή θερμοκρασία
β) «ξηρασία εδαφική» — προοδευτική ξήρανση του εδάφους λόγω ανομβρίας
3. ιατρ. νόσος τών τριχών και τών βλεφαρίδων, η οποία παρεμποδίζει την ανάπτυξη τους
αρχ.
1. ξήρανση, στέγνωμα
2. ξηρότητα
3. το να διατηρεί κανείς κάτι ξηρό, στεγνό
4. φρ. «ξηρασίαν λαμβάνειν» — αποξήρανση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξηρασ- του ξηραίνω (πρβλ. παρακμ. -ξήρασ-μαι) + κατάλ. -ία (πρβλ. υγραίνω: υγρασία)].