προσεξελίσσω: Difference between revisions
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]]. | |btext=développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ἐξελίσσω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσεξελίσσω:''' воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσεξελίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εξελίσσω]] [[επιπλέον]]· λέγεται για στρατιώτες, [[επιτάσσω]], [[διατάζω]] αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ. | |lsmtext='''προσεξελίσσω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, [[εξελίσσω]] [[επιπλέον]]· λέγεται για στρατιώτες, [[επιτάσσω]], [[διατάζω]] αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. ξω<br />to unrol [[besides]]: of soldiers, to [[wheel]] them [[half]]-[[round]], Polyb. | |mdlsjtxt=fut. ξω<br />to unrol [[besides]]: of soldiers, to [[wheel]] them [[half]]-[[round]], Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 3 October 2022
English (LSJ)
unrol besides: of soldiers, wheel them half-round, Plb.6.40.13.
German (Pape)
[Seite 760] noch dazu auseinander wickeln, entwickeln, ein taktischer Ausdruck, Pol. 6, 40, 13.
French (Bailly abrégé)
développer en outre ; amener en outre par un mouvement tournant.
Étymologie: πρός, ἐξελίσσω.
Russian (Dvoretsky)
προσεξελίσσω: воен. сверх того совершать разворот, развертывать (sc. τοὺς στρατιώτας Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
προσεξελίσσω: ἐξελίσσω προσέτι· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἐπιτάσσω αὐτοῖς ἑλιγμὸν πρὸς δεξιὰ ἢ ἀριστερά, Πολύβ. 6. 40, 13.
Greek Monolingual
Α
1. εκτυλίσσω, αναπτύσσω επί πλέον
2. (σχετικά με στρατιώτες) διατάζω ελιγμό προς τα δεξιά ή τα αριστερά («μιᾷ κινήσει τὸ μὲν τῶν ὁπλιτῶν σύστημα λαμβάνει παρατάξεως διάθεσιν, ἐὰν μή ποτε προσεξελίξαι δέῃ τοὺς ἀστάτους», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἐξελίσσω «ξετυλίγω, (για στρατό) εκτελώ στρατιωτικές ασκήσεις»].
Greek Monotonic
προσεξελίσσω: μέλ. -ξω, εξελίσσω επιπλέον· λέγεται για στρατιώτες, επιτάσσω, διατάζω αυτούς σε ημικυκλικό ελιγμό, σε Πολύβ.
Middle Liddell
fut. ξω
to unrol besides: of soldiers, to wheel them half-round, Polyb.