ἐμμεμαώς: Difference between revisions
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=αυῖα, αός;<br />ardent, impétueux, furieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μέμαα]]. | |btext=αυῖα, αός;<br />ardent, impétueux, furieux.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[μέμαα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐμμεμαώς:''' αυῖα, αός неистовый, стремительный ([[λέων]] Hom.; [[πέτρη]] ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐμμεμαώς:''' -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε [[βιασύνη]], [[ένθερμος]], [[ανυπόμονος]], [[φλογερός]], [[παθιασμένος]], [[βιαστικός]], [[φουριόζος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἐμμεμαώς:''' -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε [[βιασύνη]], [[ένθερμος]], [[ανυπόμονος]], [[φλογερός]], [[παθιασμένος]], [[βιαστικός]], [[φουριόζος]], λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[ἐν, *μάω]<br />in [[eager]] [[haste]], [[eager]], of persons, Il. | |mdlsjtxt=[ἐν, *μάω]<br />in [[eager]] [[haste]], [[eager]], of persons, Il. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:10, 3 October 2022
English (LSJ)
υῖα, ός, in eager haste, eager, of persons, Il.5.142,al., Plu.2.619e, etc.; of things, ἠχή (or πέτρη) Hes.Sc.439: later c. dat., ἐμμεμαὼς Βέβρυξι A.R.2.121. (Cf. Μάω, μέμονα.)
Spanish (DGE)
-υῖα, -ός
enardecido, ansioso, furioso de pers. y asim. ἐς δίφρον ἔβαινε ... ἐμμεμαυῖα θεά Il.5.838, cf. 13.785, 20.284, Epic.Alex.Adesp.1.5, Q.S.2.292, Orph.L.85, c. dat. ἐ. Βέβρυξιν A.R.2.121, de anim. ὁ (λέων) ἐ. βαθέης ἐξάλλεται αὔλης Il.5.142, fig. de inanimados ἣ (πέτρη) δέ τε ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα la piedra (desprendida del monte) avanza furiosa con estrépito Hes.Sc.439, cf. Il.24.81 (var.).
German (Pape)
[Seite 808] (s. μέμαα), nur als partic., anstrebend, anstürmend, heftig, dem γλυκύθυμος u. ἀγανόφρων entgeggstzt, Il. 20, 467; vom Löwen, 5, 142; sp. D., ἐμμεμαὼς Βέβρυξιν Ap. Rh. 2, 121; von leblosen Dingen, ἠχή Hes. Sc. 439.
French (Bailly abrégé)
αυῖα, αός;
ardent, impétueux, furieux.
Étymologie: ἐν, μέμαα.
Russian (Dvoretsky)
ἐμμεμαώς: αυῖα, αός неистовый, стремительный (λέων Hom.; πέτρη ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Hes.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός, προθυμούμενος, ἐπὶ λέοντος, Ἰλ. Ε. 142· ἐπὶ ἀνθρώπου, θρασύς, ἰταμός, Υ 467, κτλ.· ἐπὶ πραγμάτων, ὁρμητικός, ἡ δέ τε (ἡ πέτρη) ἠχῇ ἔρχεται ἐμμεμαυῖα Ἡσ. Ἀσπ. 439· καὶ μεταγεν. μετὰ δοτ., ἐμμεμαὼς βέβρυξι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 121· πρβλ. *μάω, μέμονα.
English (Autenrieth)
υῖα, du. -ῶτε, pl. -ῶτες (μέμαα): eager, vehement.
Greek Monolingual
ἐμμεμαώς, -υῑα, -ός (Α)
1. σφοδρός, ορμητικός
2. (για πρόσ.) θρασύς, ιταμός.
Greek Monotonic
ἐμμεμαώς: -υῖα, -ός (ἐν, *μάω), σε βιασύνη, ένθερμος, ανυπόμονος, φλογερός, παθιασμένος, βιαστικός, φουριόζος, λέγεται για πρόσωπα, σε Ομήρ. Ιλ.