ἑδραίωμα: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />base solide, soutien.<br />'''Étymologie:''' [[ἑδραιόω]].
|btext=ατος (τό) :<br />base solide, soutien.<br />'''Étymologie:''' [[ἑδραιόω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑδραίωμα:''' ατος τό утверждение, опора ([[στῦλος]] καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑδραίωμα:''' -ατος, τό, [[θεμέλιο]], [[βάση]], σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἑδραίωμα:''' -ατος, τό, [[θεμέλιο]], [[βάση]], σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἑδραίωμα:''' ατος τό утверждение, опора ([[στῦλος]] καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:05, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑδραίωμα Medium diacritics: ἑδραίωμα Low diacritics: εδραίωμα Capitals: ΕΔΡΑΙΩΜΑ
Transliteration A: hedraíōma Transliteration B: hedraiōma Transliteration C: edraioma Beta Code: e(drai/wma

English (LSJ)

ατος, τό, stay, support, τῆς ἀληθείας 1 Ep.Ti. 3.15.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 sede ἑ. τῆς Σιών τὸ κλίμα ἐστὶ τοῦ βορρᾶ Ath.Al.M.27.220B
asiento, fijeza (ἡ γῆ) διὰ κονίαν ... σαθρὰ καὶ μὴ ἔχουσα ἑ. Olymp.Iob 28.4.
2 fig. soporte, sostén, fundamento c. gen. de abstr. τῆς ἀληθείας 1Ep.Ti.3.15, cf. Epiph.Const.Haer.41.4.14, τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως Ammon.Aeg.Ep.23, cf. Mac.Aeg.Serm.B 19.1.3, Procop.Gaz.M.87.2409D, νηστείας Apoph.Patr.Sys.2.35
ref. pers. στῦλον καὶ ἑ. τῶν ἐνταῦθα Eus.HE 5.1.17, cf. Is.1.29, Rom.Mel.64.13, τῆς Ἐκκλησίας Eus.M.23.869D, Gr.Naz.Ep.44.1, M.35.985A, glos. a ἔρεισμα Sch.Opp.C.1.1.

German (Pape)

[Seite 716] τό, die Stütze, Bekräftigung, N. T.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
base solide, soutien.
Étymologie: ἑδραιόω.

Russian (Dvoretsky)

ἑδραίωμα: ατος τό утверждение, опора (στῦλος καὶ ἑ. τῆς ἀληθείας NT).

Greek (Liddell-Scott)

ἑδραίωμα: τό, θεμέλιον, βάσις, Ἐπιστ. Α΄, π. Τιμ. γ΄, 15.

English (Strong)

from a derivative of ἑδραῖος; a support, i.e. (figuratively) basis: ground.

English (Thayer)

ἑδραιωματος, τό (ἑδραιόω, to make stable, settle firmly), a stay, prop, support, (Vulg. firmamentum): A. V. ground). (Ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

το (AM ἑδραίωμα) εδραιώνω
στήριγμα.

Greek Monotonic

ἑδραίωμα: -ατος, τό, θεμέλιο, βάση, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

ἑδραίωμα, ατος, τό, [from ἑδραῖος
a foundation, base, NTest.

Chinese

原文音譯:˜dra⋯wma 黑特來哦馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:安頓妥(果效)
字義溯源:支承,根基;源自(ἑδραῖος)=固定的);而 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編
1) 根基(1) 提前3:15