ὀρσόλοπος: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />turbulent, batailleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[λέπω]].
|btext=ος, ον :<br />turbulent, batailleur.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρνυμι]], [[λέπω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσόλοπος:''' [[беспокойный]] или [[драчливый]], [[буйный]] (эпитет Арея) Anacr.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
|lsmtext='''ὀρσόλοπος:''' -ον, [[πρόθυμος]] για [[σύγκρουση]], [[φίλερις]], λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρσόλοπος:''' [[беспокойный]] или [[драчливый]], [[буйный]] (эпитет Арея) Anacr.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀρσόλοπος]], ον,<br />[[eager]] for the [[fray]], of [[Ares]], Anacr. [deriv. uncertain]
|mdlsjtxt=[[ὀρσόλοπος]], ον,<br />[[eager]] for the [[fray]], of [[Ares]], Anacr. [deriv. uncertain]
}}
}}

Revision as of 21:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρσόλοπος Medium diacritics: ὀρσόλοπος Low diacritics: ορσόλοπος Capitals: ΟΡΣΟΛΟΠΟΣ
Transliteration A: orsólopos Transliteration B: orsolopos Transliteration C: orsolopos Beta Code: o)rso/lopos

English (LSJ)

ον, perhaps eager for the fray, tempestuous, epithet of Ares, Anacr.70.

German (Pape)

[Seite 387] zum Angriff geneigt, kriegerisch, unruhig, Anacr. bei Hephaest. p. 51 (nach Einigen von ὄρνυμι u. λοπός, λόφος, mähnensträubend?). Man hat auch ὀρσοπόλος vermuthet, wie ὀρσοπολέομαι v.l. von ὀρσολοπέομαι ist.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
turbulent, batailleur.
Étymologie: ὄρνυμι, λέπω.

Russian (Dvoretsky)

ὀρσόλοπος: беспокойный или драчливый, буйный (эпитет Арея) Anacr.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρσόλοπος: -ον, ὁ εἰς μάχην ὁρμῶν, ὁρμητικός, θυελλώδης, ἐπίθ. τοῦ Ἄρεως, Ἀνακρ. 74. (Ἡ ἐτυμολογία ἄγνωστος· διότι ἡ ἐκ τοῦ ὄρσαι λόφον, ὀρθοῦν τὸν λόφον ἢ τὴν χαίτην, εἶναι βεβιασμένη).

Greek Monolingual

ὀρσόλοπος, -ον (Α)
(ως προσωνυμία του Αρεως) αυτός που ορμά στη μάχη, ορμητικός, πολεμικός, θυελλώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος (-ρσ-) «οπίσθια, γλουτοί» + λέπω «γδέρνω» με τη σημ. ότι ὀρσόλοπος είναι «αυτός που λέπει τον ὄρρον του πολεμίου»].

Greek Monotonic

ὀρσόλοπος: -ον, πρόθυμος για σύγκρουση, φίλερις, λέγεται για τον Άρη, σε Ανακρ. (άγν. προέλ.).

Middle Liddell

ὀρσόλοπος, ον,
eager for the fray, of Ares, Anacr. [deriv. uncertain]