ὑπερβασία: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />transgression (d’une loi divine <i>ou</i> humaine) ; méfait, conduite criminelle <i>ou</i> arrogante.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
|btext=ας (ἡ) :<br />transgression (d’une loi divine <i>ou</i> humaine) ; méfait, conduite criminelle <i>ou</i> arrogante.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπερβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβᾰσία:''' ион. [[ὑπερβασίη]] ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπερβαίνω]]), [[παράβαση]] του νόμου, [[αδίκημα]], [[παράπτωμα]], [[αμάρτημα]], σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''ὑπερβᾰσία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ὑπερβαίνω]]), [[παράβαση]] του νόμου, [[αδίκημα]], [[παράπτωμα]], [[αμάρτημα]], σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπερβᾰσία:''' ион. [[ὑπερβασίη]] ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὑπερβᾰσία, ἡ, [[ὑπερβαίνω]]<br />a [[transgression]] of law, [[trespass]], Hom., Soph.: also in plural, Il.
|mdlsjtxt=ὑπερβᾰσία, ἡ, [[ὑπερβαίνω]]<br />a [[transgression]] of law, [[trespass]], Hom., Soph.: also in plural, Il.
}}
}}

Revision as of 21:56, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβᾰσία Medium diacritics: ὑπερβασία Low diacritics: υπερβασία Capitals: ΥΠΕΡΒΑΣΙΑ
Transliteration A: hyperbasía Transliteration B: hyperbasia Transliteration C: ypervasia Beta Code: u(perbasi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A passover, given as equiv. to Πάσχα, J.AJ 2.14.6: but commonly, II metaph., transgression, trespass, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il.3.107; τίσασθαι μνηστῆρας ὑ. ἀλεγεινῆς Od.3.206; τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑ. κατάσχοι; S.Ant. 605 (lyr.): pl., Il.23.589, Od.22.168, Hes.Op.828.

German (Pape)

[Seite 1192] ἡ, poet. = ὑπέρβασις, bes. Überschreitung, Übertretung eines Gesetzes, Vergehen, Frevel, Übermuth, wie ὕβρις; μή τις ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσηται Il. 3, 107; ὀλέκονται ὑπερβασίης ἕνεκα σφῆς 16, 18; τίσασθαι μνηστῆρας ὑπερβασίης ἀλεγεινῆς Od. 3, 206; auch plur., Il. 23, 589 Od. 22, 168; Hes. O. 830; Soph. Ant. 601.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transgression (d’une loi divine ou humaine) ; méfait, conduite criminelle ou arrogante.
Étymologie: ὑπερβαίνω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερβᾰσία: ион. ὑπερβασίη ἡ нарушение закона, т. е. преступление, злодеяние Hom., Hes., Soph.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβᾰσία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ὑπερβαίνειν, παρέρχεσθαι, τίθεται ὡς ἰσοδύναμον τῷ Πάσχα, «τὴν ἑορτὴν Πάσχα καλοῦντες· σημαίνει δὲ ὑπερβασία, διότι κατ’ ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ θεὸς αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον». ΙΙ. μεταφ., παράβασις νόμου, ἁμάρτημα, ὑπερβασίῃ Διὸς ὅρκια δηλήσασθαι Ἰλ. Γ. 107· τίσασθαι μνηστῆρας ὑπ. ἀλεγεινῆς Ὀδ. Γ. 206· τεάν, Ζεῦ, δύνασιν τίς ἀνδρῶν ὑπ. κατάσχοι; Σοφ. Ἀντ. 605· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Ψ. 589, Ὀδ. Χ. 168, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 826· - Κατὰ Σουΐδ.: «ὑπερβασίας, ὅρκων παραβάσεις, ἐπικορκίας», κατὰ δὲ Ἡσύχ.: «ὑπερβασίης· ἀδικίας. ὑπερηφανίας»· πρβλ. ὑπέρβασις.

Greek Monolingual

η / ὑπερβασία, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπερβασίη Α ὑπερβατός
η καθ' ὑπέρβασιν πράξη, παράβαση νόμου, κανόνα, αρχής, όρκου ή ορίου
μσν.-αρχ.
(στους Εβραίους) η γιορτή του Πάσχα («σημαίνει δὲ ὑπερβασία διότι κατ' ἐκείνην τὴν ἑσπέραν ὁ Θεός αὐτῶν ὑπερβὰς Αἰγυπτίοις ἐνέσκηψε τὴν νόσον», Ιώσ.).

Greek Monotonic

ὑπερβᾰσία: Ιων. -ίη, ἡ (ὑπερβαίνω), παράβαση του νόμου, αδίκημα, παράπτωμα, αμάρτημα, σε Όμηρ., Σοφ.· επίσης σε πληθ., σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

ὑπερβᾰσία, ἡ, ὑπερβαίνω
a transgression of law, trespass, Hom., Soph.: also in plural, Il.