ὑπερτερία: Difference between revisions
ἁρμονίη ἀφανὴς φανερῆς κρείττων → the hidden attunement is better than the obvious one, invisible connection is stronger than visible, harmony we can't see is stronger than harmony we can, unseen harmony is stronger than what we can see
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (Text replacement - "d’u" to "d'u") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />partie supérieure | |btext=ας (ἡ) :<br />partie supérieure d'une chose, <i>particul.</i> le dessus d'une voiture, d'un char.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρτερος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:40, 4 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A the upper part or body of a carriage, opp. to the axle and wheels, Od.6.70, IG12.313.114, al., Pl.Tht.207a. II pre-eminence, Thgn.418. III = ὑπερηφανία, Hsch.(pl.).
German (Pape)
[Seite 1202] ἡ, ion. ὑπερτερίη, 1) das Obere, der obere Theil; Od. 6, 70 ἀπήνην ὑπερτερίη ἀραρυῖαν, Obergestell des Wagens, der Wagenkorb; Plat. Theaet. 207 a; von den Alten durch πλινθίς erklärt, wie Eutecn. paraphr. Opp. Cyn. 1, 530. – 2) das Darübersein, der Vorzug. – Auch wie ὑπερηφανία, Übermuth, Theogn. 148, nach Hesych. Erklärung.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
partie supérieure d'une chose, particul. le dessus d'une voiture, d'un char.
Étymologie: ὑπέρτερος.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτερία: эп. ὑπερτερίη ἡ верхняя часть (повозки), кузов Hom., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτερία: Ἰων. -ίη, ἡ, τὸ ἀνώτερον μέρος ἢ τὸ σῶμα ἁμάξης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κατώτερον τὸ συγκείμενον ἐκ τοῦ ἄξονος καὶ τῶν τροχῶν, Ὀδ. Ζ. 70, Πλάτ. Θεαίτ. 207Α. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ ἄνωθεν τῆς ἁμάξης ἐπιτιθέμενον», καὶ κατὰ Πολυδ. Α΄, 144 «τὸ δὲ ὅλον ἐπίθημα (δηλ. τοῦ ἅρματος) καλεῖται ὑπερτερία», ἴδε καὶ Σχόλ. εἰς Ὀδ. Ζ. 70 Εὐστ. ἐν τόπῳ. ΙΙ. τὸ ὑπερέχειν, ὑπέρτερον εἶναι, ὑπεροχή, Θέογν. 418. ΙΙΙ. = ὑπερηφανία, «ὑπερτερίῃσι· νεωτερισμοῖς. ὑπερηφανίαις» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ, και ιων. τ. ὑπερτερίη Α ὑπέρτερος
1. το τετράγωνο σανίδωμα, η ανώτερη επιφάνεια μιας άμαξας, όπου τοποθετούνται τα φορτία, σε αντιδιαστολή προς το τμήμα που αποτελείται από τον άξονα και τους τροχούς
2. υπεροχή
3. (κατά τον Ησύχ.) «ὑπερτερίησι
νεωτερισμοῖς
ὑπερηφανίαις».
Greek Monotonic
ὑπερτερία: Ιων. -ίη, ἡ, το επάνω μέρος ή το σκαρί μιας άμαξας, σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
ὑπερτερία, ἡ,
the upper part or body of a carriage, Od. [from ὑπέρτερος