συναρμολογέω: Difference between revisions

From LSJ

εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συναρμόζω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρμολογέω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>c.</i> [[συναρμόζω]].<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἁρμολογέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συναρμολογέω''': [[συναρμόζω]], συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν [[ἕκαστος]] Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.
|elnltext=συν-αρμολογέω samenvoegen.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 25:
|txtha=συναρμολόγω: [[present]] [[passive]] participle συναρμολογουμενος; (ἁρμολογος [[binding]], joining; from [[ἁρμός]] a [[joint]], and [[λέγω]]); to [[join]] [[closely]] [[together]]; to [[frame]] [[together]]: [[οἰκοδομή]], the parts of a [[building]], [[σῶμα]], the members of the [[body]], συναρμόσσειν and συναρμόζειν.)
|txtha=συναρμολόγω: [[present]] [[passive]] participle συναρμολογουμενος; (ἁρμολογος [[binding]], joining; from [[ἁρμός]] a [[joint]], and [[λέγω]]); to [[join]] [[closely]] [[together]]; to [[frame]] [[together]]: [[οἰκοδομή]], the parts of a [[building]], [[σῶμα]], the members of the [[body]], συναρμόσσειν and συναρμόζειν.)
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=συν-αρμολογέω samenvoegen.
|lstext='''συναρμολογέω''': [[συναρμόζω]], συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν [[ἕκαστος]] Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sunarmologšw 尋-阿而摩-羅給哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-連結-陳述<br />'''字義溯源''':緊靠的連結一起,共同連結,聯接合式,聯絡得合式;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἁρμός]])=關節)及([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述,安置)組成,其中 ([[ἁρμός]])出自([[ἅρμα]])*=馬車)。參讀 ([[ἀγρεύω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);弗(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 聯接合式(1) 弗4:16;<br />2) 聯絡得合式(1) 弗2:21
|sngr='''原文音譯''':sunarmologšw 尋-阿而摩-羅給哦<br />'''詞類次數''':動詞(2)<br />'''原文字根''':共同-連結-陳述<br />'''字義溯源''':緊靠的連結一起,共同連結,聯接合式,聯絡得合式;由([[σύν]] / [[συνεπίσκοπος]])*=同)與([[ἁρμός]])=關節)及([[λέγω]] / [[εἴρω]])*=陳述,安置)組成,其中 ([[ἁρμός]])出自([[ἅρμα]])*=馬車)。參讀 ([[ἀγρεύω]])同義字<br />'''出現次數''':總共(2);弗(2)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 聯接合式(1) 弗4:16;<br />2) 聯絡得合式(1) 弗2:21
}}
}}

Revision as of 18:05, 6 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συναρμολογέω Medium diacritics: συναρμολογέω Low diacritics: συναρμολογέω Capitals: ΣΥΝΑΡΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: synarmologéō Transliteration B: synarmologeō Transliteration C: synarmologeo Beta Code: sunarmologe/w

English (LSJ)

compagino, Gloss.:—Pass., to be fitted or framed together, Ep.Eph.2.21, 4.16.

German (Pape)

[Seite 1004] = συναρμόζω, N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. συναρμόζω.
Étymologie: σύν, ἁρμολογέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-αρμολογέω samenvoegen.

English (Strong)

from σύν and a derivative of a compound of ἁρμός and λέγω (in its original sense of laying); to render close-jointed together, i.e. organize compactly: be fitly framed (joined) together.

English (Thayer)

συναρμολόγω: present passive participle συναρμολογουμενος; (ἁρμολογος binding, joining; from ἁρμός a joint, and λέγω); to join closely together; to frame together: οἰκοδομή, the parts of a building, σῶμα, the members of the body, συναρμόσσειν and συναρμόζειν.)

Greek (Liddell-Scott)

συναρμολογέω: συναρμόζω, συναρμολογῶν καὶ συμβιβάζων τοὺς πάντας εἰς ἃ πέφυκεν ἕκαστος Γρηγ. Νύσσ. τ. 2, σ. 16Α, Θεοφύλ. Βουλγ. τ. 3, 656D. ― Παθ. συναρμολογέομαι, ἐν ᾧ πᾶσα οἰκοδομὴ συναρμολογουμένη αὔξει εἰς ναὸν ἅγιον ἐν Κυρίῳ Ἐπιστ. πρὸς Ἐφεσ. β΄, 21, δ΄, 16.

Chinese

原文音譯:sunarmologšw 尋-阿而摩-羅給哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-連結-陳述
字義溯源:緊靠的連結一起,共同連結,聯接合式,聯絡得合式;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(ἁρμός)=關節)及(λέγω / εἴρω)*=陳述,安置)組成,其中 (ἁρμός)出自(ἅρμα)*=馬車)。參讀 (ἀγρεύω)同義字
出現次數:總共(2);弗(2)
譯字彙編
1) 聯接合式(1) 弗4:16;
2) 聯絡得合式(1) 弗2:21