εύκολος: Difference between revisions Search Google

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῑ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες ([[πρβλ]]. και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευκολίνη</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔκολος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, [[χωρίς]] κόπο, ο [[ευκατόρθωτος]] («δεν [[είναι]] εύκολο [[πράμα]]»)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο [[καλοκάγαθος]], ο [[καλόβολος]] (α. «ὁ δ' [[εὔκολος]] μὲν ἐνθάδ', [[εὔκολος]] δ' ἐκεῖ» — [[καλόβολος]] εδώ, [[καλόβολος]] κι [[εκεί]], <b>Αριστοφ.</b><br />β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — [[φιλικός]] [[προς]] τους πολίτες, <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>3.</b> (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα [[προς]] [[κάτι]], ο [[επιρρεπής]] («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῑς», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>4.</b> αυτός που γίνεται εύκολα [[καταληπτός]], ο [[ευνόητος]] («αυτό το [[πρόβλημα]] [[είναι]] πολύ εύκολο»)<br /><b>μσν.</b><br />[[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την [[τροφή]] του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η [[αυτάρκεια]], η [[μετριότητα]] στο [[φαγητό]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[έτοιμος]], [[πρόθυμος]]<br /><b>3.</b> [[ασταθής]], [[ευμετάβλητος]]<br /><b>4.</b> [[εύκαμπτος]], [[ευλύγιστος]], [[ευκίνητος]] («[[εὔκολος]], [[ὑγρομελής]]» — για πυρρίχιο στίχο, <b>Πολυδ.</b>)<br /><b>5.</b> επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον<br /><b>6.</b> επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευκόλως</i> και <i>εύκολα</i> (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)<br /><b>1.</b> με εύκολο τρόπο, με [[ευκολία]], με [[ευχέρεια]]<br /><b>2.</b> [[χωρίς]] [[προσοχή]], [[χωρίς]] [[επιμέλεια]], απερίσκεπτα, [[πρόχειρα]]<br /><b>αρχ.</b><br />με [[πραότητα]], με [[ησυχία]] («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία [[σύνδεση]] του β' συνθετικού της λέξεως με το [[κόλον]] «[[τροφή]]» όσο και η [[αναγωγή]] του στη [[ρίζα]] <i>k</i><sup>w</sup><i>el</i>- που απαντά στο [[πέλομαι]] [[είναι]] αμφίβολες ([[πρβλ]]. και [[δύσκολος]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ευκολία]], [[ευκολύνω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>ευκολίνη</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ευκολότητα]]. (Για τα σύνθ. <b>βλ. λ.</b> <i>ευκολο</i>-)].
}}
}}

Revision as of 09:29, 13 October 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔκολος, -ον)
1. αυτός που γίνεται ή αποκτάται εύκολα, χωρίς κόπο, ο ευκατόρθωτος («δεν είναι εύκολο πράμα»)
2. (για πρόσ.) αυτός που ικανοποιείται εύκολα, αυτός που δεν έχει πολλές απαιτήσεις, ο καλοκάγαθος, ο καλόβολος (α. «ὁ δ' εὔκολος μὲν ἐνθάδ', εὔκολος δ' ἐκεῖ» — καλόβολος εδώ, καλόβολος κι εκεί, Αριστοφ.
β. «μηδ' εὔκολός ἐστι πολίταις» — φιλικός προς τους πολίτες, Αριστοφ.)
3. (με κακή σημ.) αυτός που ρέπει, που κλίνει εύκολα προς κάτι, ο επιρρεπής («τὸ... φιλαίτιον εὐκολωτέρους ποιεῖ ταῖς ὀργαῑς», Πλούτ.)
4. αυτός που γίνεται εύκολα καταληπτός, ο ευνόητος («αυτό το πρόβλημα είναι πολύ εύκολο»)
μσν.
πρόσφορος, κατάλληλος
αρχ.
1. αυτός που ικανοποιείται, που ευχαριστιέται εύκολα με την τροφή του («τὸ δὲ εὔκολον αὐτοῦ τῆς διαίτης» — η αυτάρκεια, η μετριότητα στο φαγητό, Πλάτ.)
2. έτοιμος, πρόθυμος
3. ασταθής, ευμετάβλητος
4. εύκαμπτος, ευλύγιστος, ευκίνητοςεὔκολος, ὑγρομελής» — για πυρρίχιο στίχο, Πολυδ.)
5. επίθ. του Ερμή στο Μεταπόντιον
6. επίθ. του Ασκληπιού στην Επίδαυρο.
επίρρ...
ευκόλως και εύκολα (ΑΜ εὐκόλως, Μ και εὔκολα)
1. με εύκολο τρόπο, με ευκολία, με ευχέρεια
2. χωρίς προσοχή, χωρίς επιμέλεια, απερίσκεπτα, πρόχειρα
αρχ.
με πραότητα, με ησυχία («εὐθύμως τε καὶ εὐκόλως ζῆν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Τόσο η αρχαία σύνδεση του β' συνθετικού της λέξεως με το κόλον «τροφή» όσο και η αναγωγή του στη ρίζα kwel- που απαντά στο πέλομαι είναι αμφίβολες (πρβλ. και δύσκολος).
ΠΑΡ. ευκολία, ευκολύνω
αρχ.
ευκολίνη
νεοελλ.
ευκολότητα. (Για τα σύνθ. βλ. λ. ευκολο-)].