νεοπαγής: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>παγής</i>]. | |mltxt=-ές (ΑΜ [[νεοπαγής]], -ές)<br /><b>1.</b> αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς [[ἰλύς]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που κτίστηκε [[πριν]] από λίγο («νεοπαγές [[οίκημα]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα<br />(«νεοπαγές [[κόμμα]]»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα<br /><b>2.</b> (γενικά) νεαρό [[άτομο]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που βρέθηκε [[μόλις]] [[πριν]] από λίγο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>παγής</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>παγ</i>-, <b>πρβλ.</b> <i>ἐ</i>-<i>πάγ</i>-<i>ην</i>, παθ. αόρ. β' του [[πήγνυμι]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεσο</i>-<i>παγής</i>]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=νεόχτιστος). Ἀπό τό [[νέος]] + [[πήγνυμι]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα [[καθώς]] καί στή λέξη [[ναῦς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 14 October 2022
English (LSJ)
ές, (πήγνυμι) A newly fixed: lately become solid, ἰλύς Plu.2.602d; σάρξ Gal.18(1).363, Aët.9.36; τυρός Gal.6.768; σύστασις Sor.1.46. 2 newly built, τεῖχος J.BJ3.7.20.
German (Pape)
[Seite 243] ές, neu, eben erst festgemacht, Sp.; auch = eben geronnen, ἰλύς, Plut. exil. 9.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
nouvellement figé, de consistance toute récente.
Étymologie: νέος, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
νεοπᾰγής: недавно затвердевший (ἰλύς Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
νεοπᾰγής: -ές, (πήγνυμι) ἀρτιπαγής, νεωστὶ παγείς, δηλ. γενόμενος στερεός, σὰρξ Γαλην.: ἰλὺς Πλούτ. 2. 602D. 2) ὁ νεωστὶ κτισθείς, πόλις Βυζ.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ νεοπαγής, -ές)
1. αυτός που στερεοποιήθηκε πρόσφατα («νεοπαγὴς ἰλύς», Πλούτ.)
2. αυτός που κτίστηκε πριν από λίγο («νεοπαγές οίκημα»)
νεοελλ.
αυτός που συγκροτήθηκε ή ιδρύθηκε πρόσφατα
(«νεοπαγές κόμμα»)
μσν.
1. (για μοναχό) αυτός που εκάρη πρόσφατα
2. (γενικά) νεαρό άτομο
αρχ.
αυτός που βρέθηκε μόλις πριν από λίγο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -παγής (< θ. παγ-, πρβλ. ἐ-πάγ-ην, παθ. αόρ. β' του πήγνυμι), πρβλ. μεσο-παγής].
Mantoulidis Etymological
(=νεόχτιστος). Ἀπό τό νέος + πήγνυμι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα καθώς καί στή λέξη ναῦς.