αὐτόχρημα: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> in [[very]] [[deed]], [[really]] and [[truly]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[just]], [[exactly]], Luc. | |mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> in [[very]] [[deed]], [[really]] and [[truly]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> [[just]], [[exactly]], Luc. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=πράγματι, [[ἀκριβῶς]]). Σύνθετο ἀπό τό αὐτός + [[χρῆμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:55, 14 October 2022
English (LSJ)
Adv. A in very deed, Ar.Eq.78, Luc.Dem.Enc.13, Procop.Gaz.Ep.58, Iamb.Myst.5.20; dub. in S.Ichn.38. 2 just, exactly, Ael.NA2.44, Aristid.2.228 J. II straightway, Jul.Or.6.181b.
Spanish (DGE)
adv.
1 de hecho, en realidad τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος ὁ πρωκτός ἐστιν αὐ. ἐν Χάοσιν Ar.Eq.78, cf. Et.Gen.1424
•en el momento, al punto φλεγμαινούσαις νέων ὁρμαῖς αὐ. Luc.Dem.Enc.13, cf. Iambl.Myst.5.20, Iul.Or.9.181b, Σπαρτιάτης αὐ. γεγένημαι Procop.Gaz.Ep.101, ὡς αὐ. βασιλέα ἀτιμάσας Anast.Ant.Fr.M.89.1405A.
2 justamente, exactamente λυποῦσι ... δηκτικαὶ προσπίτπουσαι, ὡς αὐ. ἐπὶ τῆς γῆς αἱ μυῖαι Ael.NA 2.44, εἰ δέ τις ἀχθεσθήσεται τούτοις ὑπὲρ Πλάτωνος, αὐ. τἀναντία οἷς βούλεται ποιήσει Aristid.Or.3.366
•absolutamente θανάτου κρείττων ἐστὶν ὁ τοῦ θεοῦ λόγος, μᾶλλον δὲ αὐ. ζωή Cyr.Al.Apol.Thdt.12.92.
3 de por sí ὁ σοφοῦν ἑτέρους δυνάμενος ... οὐκ αὐ. ἐστιν ἡ σοφία, ἀλλὰ τῆς ἐνούσης ἐν αὐτῷ σοφίας διάκονος Cyr.Al.M.73.125B
•verdaderamente ὁ δὲ αὐ. Μακκαβαῖος Synes.Ep.5 (p.16).
French (Bailly abrégé)
adv.
justement, exactement.
Étymologie: αὐτός, χρῆμα.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχρημα: adv.
1) действительно, в самом деле Arph.;
2) в точности Luc.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχρημα: ἐπίρρ., «αὐτὸ τὸ πρᾶγμα» (Ἡσύχ.), τῇ ἀληθείᾳ, πράγματι, Ἀριστοφ. Ἱππ. 78. ΙΙ. ἀκριβῶς, ἀπαραλλάκτως, Αἰλ. π. Ζ. 2. 44, Λουκ. Δημ. Ἐγκ. 13.
Greek Monolingual
(AM αὐτόχρημα) επίρρ.
πραγματικά
αρχ.-μσν.
1. εξολοκλήρου, απολύτως
2. αμέσως
3. ταυτόχρονα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + χρήμα «κάθε τι που συμβαίνει, πράγμα, γεγονός» (πρβλ. επίρρ. παραχρήμα «ευθύς, αμέσως» από τη φράση «παρά το χρήμα»)].
Greek Monotonic
αὐτόχρημα: επίρρ.,
I. αληθινά και πραγματικά, σε Αριστοφ.
II. ακριβώς, ομοίως και απαραλλάκτως, σε Λουκ.
Middle Liddell
I. in very deed, really and truly, Ar.
II. just, exactly, Luc.