λάχεσις: Difference between revisions
νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.
(CSV import) |
|||
Line 7: | Line 7: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λάχεσις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] судьба, рок Her. | |elrutext='''λάχεσις:''' ιος ἡ [[λαγχάνω]] судьба, рок Her. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=μία ἀπό τίς [[τρεῖς]] Μοῖρες). Ἀπό τό [[λαχεῖν]], ἀπαρ. ἀορ. β' τοῦ [[λαγχάνω]], ὅπου δες γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:45, 14 October 2022
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
sort, destinée.
Étymologie: λαγχάνω.
Greek Monolingual
η
ζωολ.
1. γαστερόποδο μαλάκιο σύνηθες στις ευρωπαϊκές θάλασσες
2. γένος δηλητηριωδών φιδιών της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής που ανήκει στην οικογένεια viperidae.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. lachesis < Λάχεσις, όν. μιας από τις Μοίρες].
Russian (Dvoretsky)
λάχεσις: ιος ἡ λαγχάνω судьба, рок Her.
Mantoulidis Etymological
(=μία ἀπό τίς τρεῖς Μοῖρες). Ἀπό τό λαχεῖν, ἀπαρ. ἀορ. β' τοῦ λαγχάνω, ὅπου δες γιά περισσότερα παράγωγα.