οἰστροπλήξ: Difference between revisions
Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον: ἢ μάθε παίζειν, τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας → All life is a stage and a play: either learn to play laying your gravity aside, or bear with life's pains.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
(CSV import) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[driven by the gadfly]] | |woodrun=[[driven by the gadfly]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[μανιακός]], [[ἄγριος]]). Ἀπό τό [[οἶστρος]] + [[πλήττω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, [[καθώς]] καί στή λέξη [[οἶστρος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 14 October 2022
English (LSJ)
πλῆγος, ὁ, ἡ, stung by a gadfly, driven wild, of Io, A.Pr.681, S.El.5; of Bacchantes, E.Ba.1229.
French (Bailly abrégé)
πλῆγος (ὁ, ἡ)
atteint de la piqûre d'un taon ; transporté de fureur ou de désir.
Étymologie: οἶστρος, πλήσσω.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροπλήξ: πλῆγος adj.
1) преследуемый слепнем (Ἰώ Aesch., Soph.);
2) доведенный до исступления, исступленный (sc. Βάκχαι Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροπλήξ: ῆγος, ὁ, ἡ, ὁ ὑπὸ οἴστρου πληγείς, ἐμμανής, ἄγριος, ἐπὶ τῆς Ἰοῦς, Αἰσχύλ. Πρ. 681, Σοφ. Ἠλ. 5· ἐπὶ τῶν Βακχῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1229.
Greek Monolingual
οἰστροπλήξ, -πλῆγος, ὁ, η (Α)
(ποιητ. τ.) (για την Ιώ και για τις Βάκχες) αυτός που έχει πληγεί από τον οίστρο, μανιώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + πλήξ (< πλήσσω), πρβλ. ονειρο-πλήξ].
Greek Monotonic
οἰστροπλήξ: -ῆγος, ὁ, ἡ (πλήσσω), αυτός που δέχτηκε δήγμα εντόμου, εξαγριωμένος, μανιακός, στους Τραγ.
Middle Liddell
οἰστρο-πλήξ, ῆγος, πλήσσω
stung by a gadfly, driven wild, Trag.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=μανιακός, ἄγριος). Ἀπό τό οἶστρος + πλήττω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη οἶστρος.