ὁμογάλακτες: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ περισσὰ πράσσειν οὐκ ἔχει νοῦν οὐδένα → There is no sense in doing things beyond the usual measure

Sophocles, Antigone, 67-68
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(οἱ)" to "(οἱ)")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ων ([[οἱ]]) :<br />parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γάλα]].
|btext=ων (οἱ) :<br />parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.<br />'''Étymologie:''' [[ὁμός]], [[γάλα]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 17:45, 9 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμογάλακτες Medium diacritics: ὁμογάλακτες Low diacritics: ομογάλακτες Capitals: ΟΜΟΓΑΛΑΚΤΕΣ
Transliteration A: homogálaktes Transliteration B: homogalaktes Transliteration C: omogalaktes Beta Code: o(moga/laktes

English (LSJ)

[γᾰ], οἱ, persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters : hence, like γεννῆται, clansmen, tribesmen, Arist.Pol.1252b18, Philoch.91 : nom. sg. ὁμογάλακτος in Longus 4.9. (Spelt ὁμογάλακες in Philoch. ap. Sch.Patm.D. inBCH1.152, perhaps rightly, cf. γάλα.)

French (Bailly abrégé)

ων (οἱ) :
parents par le sang ; LSJ frères de lait, demi-frères, demi-sœurs.
Étymologie: ὁμός, γάλα.

Russian (Dvoretsky)

ὁμογάλακτες: ων (γᾰ) οἱ вскормленные одним и тем же молоком, т. е. родичи Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμογάλακτες: οἱ, οἱ θηλάσαντες τὸ αὐτὸ γάλα· ἀκολούθως ὡς τὸ γεννῆται, οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς οἰκογενείας ἢ φυλῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 2, 6. Φιλόχορος 91, πρβλ. Arnold Θουκ. τόμ. 1. παράρτ. 3· - ὁ Λόγγ. 4. 9 ἔχει τὴν ἀσυνήθη ὀνομ. ὁμογάλακτος. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 171.

Greek Monolingual

ὁμογάλακτες, οἱ (Α)
1. άτομα που έχουν ανατραφεί μαζί, που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, χωρίς όμως να είναι εξ αίματος αδέλφια
2. άτομα που κατάγονταν από την ίδια οικογένεια ή φυλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. ενός αμάρτυρου τ. ομογάλαξ < ομ(ο)- + -γάλαξ (< γάλα), πρβλ. νεογάλαξ.

Greek Monotonic

ὁμογάλακτες: οἱ (γάλα), πρόσωπα που έχουν θηλάσει το ίδιο γάλα, θετοί αδελφοί ή αδελφές, προερχόμενοι από την ίδια οικογένεια, σε Αριστ.

Middle Liddell

γάλα
persons suckled with the same milk, foster-brothers or sisters, clansmen, Arist.