διακριδόν: Difference between revisions
Cras amet qui numquam amavit quique amavit cras amet → May he love tomorrow who has never loved before; And may he who has loved, love tomorrow as well.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diakridon | |Transliteration C=diakridon | ||
|Beta Code=diakrido/n | |Beta Code=diakrido/n | ||
|Definition=Adv., (διακρίνω) < | |Definition=Adv., ([[διακρίνω]])<br><span class="bld">A</span> [[eminently]], διακριδόν εἶναι ἄριστοι ''Il.12.103'', cf. ''15.108'', ''Hdt.4.53''; διακριδόν ἠσκημένη κόμη ''Luc.Am.''3.<br><span class="bld">2</span> [[precisely]], of [[measurement]], ''Nic.Th.''955; [[in detail]], ''A.R.4.721''; [[distinctly]], Hymn.Is.14.<br><span class="bld">3</span> [[separately]], ''A.R. 1.567'', al.; ἔνθα καὶ ἔνθα διακριδόν ''Nonn.D.''34.349, cf. ''Opp.C.''2.130, ''Agath. 5.7''; [[οὐ διακριδόν]] = [[without]] [[distinction]], περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων ''App.BC''5.9. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(διακρῐδόν)<br />adv. <br /><b class="num">I</b> c. adj. [[en alto grado]], [[con mucho]], c. sup. [[con diferencia]] | |dgtxt=(διακρῐδόν)<br />adv. <br /><b class="num">I</b> c. adj. [[en alto grado]], [[con mucho]], c. sup. [[con diferencia]] διακριδόν εἶναι ἄριστοι <i>Il</i>.12.103, cf. 15.108, τοῦτο δὲ διακριδόν ... μέγιστον ὤπασε κακόν Semon.8.71, παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους διακριδόν Hdt.4.53.<br /><b class="num">II</b> c. verb.<br /><b class="num">1</b> [[sumamente]] διακριδόν δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια Luc.<i>Am</i>.3<br /><b class="num">•</b>[[especialmente]], [[sobre todo]] ἀντ' ἀρετῆς σε διακριδόν [[Ἆλις]] ἀείδει <i>AP</i> 7.541 (Damag.), ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ διακριδόν rugía especialmente contra Leto</i> Call.<i>Del</i>.57, cf. <i>AP</i> 16.336.<br /><b class="num">2</b> [[con precisión]] πλάστιγγι διακριδόν [[ἄχθος]] ἐρύξας Nic.<i>Th</i>.955<br /><b class="num">•</b>[[detalladamente]] ναυτιλίην τε διακριδόν ἐξερέεινεν A.R.4.721.<br /><b class="num">3</b> [[separadamente]], [[por separado]] ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδόν εὖ ἐπέπαστο A.R.1.729, ἔστιχον ... διακριδόν Nonn.<i>D</i>.34.349, cf. Agath.5.7.3, πάντα ... ὑφάνασα διακριδόν todas las cosas ... las urdí una por una</i>, <i>Hymn.Is</i>.14 (Andros)<br /><b class="num">•</b>[[de forma dispersa]] κῦμα διακριδόν [[ἄλλοθεν]] ἄλλα δοῦρα φέρῃ Opp.<i>H</i>.4.408<br /><b class="num">•</b>[[en estado de distinción]] op. [[ὁμοθυμαδόν]] Dam.<i>Pr</i>.59<br /><b class="num">•</b>fig. [[οὐ διακριδόν]] = [[sin distinción]] ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ διακριδόν ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.<i>BC</i> 5.9. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b> | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0584.png Seite 584]] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. [[ἄριστος]], = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 <b class="b2">[[διακριδόν]]</b>· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι | τῶν ἄλλων [[μετά]] γ' αὐτόν· ὁ δ' ἔπρεπε καὶ διὰ πάντων; 15. 108 φησὶν γὰρ ἐν ἀθανάτοισι θεοῖσιν | κάρτεΐ τε σθένεΐ τε διακριδὸν εἶναι [[ἄριστος]] . – Herodot. 4, 53 ἰχθῦς τε ἀρίστους διακριδὸν καὶ πλείστους. – Sp.; – [[χαίτη]] διακριδόν ἠσκημένη, gescheiteltes Haar, Luc. Am. 3. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=διακριδόν [διακρίνω] adv., uitzonderlijk. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διακρῐδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[исключительно]], [[особенно]]: | |elrutext='''διακρῐδόν:''' adv.<br /><b class="num">1)</b> [[исключительно]], [[особенно]]: διακριδόν [[ἄριστος]] Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; [[ἰχθῦς]] ἄριστοι διακριδόν καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;<br /><b class="num">2)</b> [[на пробор]] (διακριδόν ἠσκημένη [[κόμη]] Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 32: | Line 32: | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''διακρῐδόν:''' επίρρ. ([[διακρίνω]]), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., | |lsmtext='''διακρῐδόν:''' επίρρ. ([[διακρίνω]]), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδιακριδόν | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους | |lstext='''διακρῐδόν''': ἐπίρρ. ([[διακρίνω]]) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν [[εἶναι]] ἄριστος, ὡς τὸ [[ἔξοχα]], Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους διακριδόν Ἡρόδ. 4. 53· διακριδόν ἠσκημένη [[κόμη]] Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=adv. [[διακρίνω]]<br />[[eminently]], [[above]] all, Lat. [[eximie]], Il., Hdt. | |mdlsjtxt=adv. [[διακρίνω]]<br />[[eminently]], [[above]] all, Lat. [[eximie]], Il., Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:50, 18 November 2022
English (LSJ)
Adv., (διακρίνω)
A eminently, διακριδόν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, Hdt.4.53; διακριδόν ἠσκημένη κόμη Luc.Am.3.
2 precisely, of measurement, Nic.Th.955; in detail, A.R.4.721; distinctly, Hymn.Is.14.
3 separately, A.R. 1.567, al.; ἔνθα καὶ ἔνθα διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Opp.C.2.130, Agath. 5.7; οὐ διακριδόν = without distinction, περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC5.9.
Spanish (DGE)
(διακρῐδόν)
adv.
I c. adj. en alto grado, con mucho, c. sup. con diferencia διακριδόν εἶναι ἄριστοι Il.12.103, cf. 15.108, τοῦτο δὲ διακριδόν ... μέγιστον ὤπασε κακόν Semon.8.71, παρέχεται ἰχθῦς ἀρίστους διακριδόν Hdt.4.53.
II c. verb.
1 sumamente διακριδόν δ' ἠσκημένης κόμης ἐπιμέλεια Luc.Am.3
•especialmente, sobre todo ἀντ' ἀρετῆς σε διακριδόν Ἆλις ἀείδει AP 7.541 (Damag.), ἐπεβρωμᾶτο ... Λητοῖ δὲ διακριδόν rugía especialmente contra Leto Call.Del.57, cf. AP 16.336.
2 con precisión πλάστιγγι διακριδόν ἄχθος ἐρύξας Nic.Th.955
•detalladamente ναυτιλίην τε διακριδόν ἐξερέεινεν A.R.4.721.
3 separadamente, por separado ἐν δ' ἄρ' ἑκάστῳ τέρματι δαίδαλα πολλὰ διακριδόν εὖ ἐπέπαστο A.R.1.729, ἔστιχον ... διακριδόν Nonn.D.34.349, cf. Agath.5.7.3, πάντα ... ὑφάνασα διακριδόν todas las cosas ... las urdí una por una, Hymn.Is.14 (Andros)
•de forma dispersa κῦμα διακριδόν ἄλλοθεν ἄλλα δοῦρα φέρῃ Opp.H.4.408
•en estado de distinción op. ὁμοθυμαδόν Dam.Pr.59
•fig. οὐ διακριδόν = sin distinción ὅ τι προστάξειεν, ἐγίγνετο, οὐ διακριδόν ἔτι περὶ τῶν ὁσίων ἢ δικαίων App.BC 5.9.
German (Pape)
[Seite 584] abgesondert, besonders, ausgezeichnet; Homer zweimal, als Steigerung des superlat. ἄριστος, = der ausgesucht beste, Apollon. Lex. Homer. p. 58, 24 διακριδόν· ἐξ ἐπικρίσεως, διακεκριμένον: Iliad. 12, 103 οἱ γάρ οἱ εἴσαντο διακριδὸν εἶναι ἄριστοι
French (Bailly abrégé)
adv.
avec distinction ou supériorité ; supérieurement, admirablement.
Étymologie: διακρίνω et -δον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διακριδόν [διακρίνω] adv., uitzonderlijk.
Russian (Dvoretsky)
διακρῐδόν: adv.
1) исключительно, особенно: διακριδόν ἄριστος Hom. безусловно наилучший, несравненно лучший; ἰχθῦς ἄριστοι διακριδόν καὶ πλεῖστοι Her. превосходные и большие рыбные богатства;
2) на пробор (διακριδόν ἠσκημένη κόμη Luc.).
English (Autenrieth)
(κρίνω): decidedly; ἄριστος, Il. 12.103 and Il. 15.108.
Greek Monolingual
διακριδόν επίρρ. (Α) διακρίνω
1. έξοχα, ξεχωριστά, προπάντων
2. με σαφήνεια.
Greek Monotonic
διακρῐδόν: επίρρ. (διακρίνω), εξαιρετικά, άριστα, πάνω απ' όλα, Λατ. eximiè, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδιακριδόν
Greek (Liddell-Scott)
διακρῐδόν: ἐπίρρ. (διακρίνω) ἐξόχως, πρὸ πάντων, Λατ. eximie, διακριδὸν εἶναι ἄριστος, ὡς τὸ ἔξοχα, Ἰλ. Μ. 103., Ο. 108· ἀρίστους διακριδόν Ἡρόδ. 4. 53· διακριδόν ἠσκημένη κόμη Λουκ. Ἔρωσ. 3. 2) σαφῶς, καθαρῶς, Νίκ. Θ. 955.