ἧττα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (pape replacement)
 
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἧττα:''' ἡττάομαι, [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Αττ. αντί <i>ἧσσ-</i>.
|lsmtext='''ἧττα:''' ἡττάομαι, [[ἡττάω]], [[ἥττων]], Αττ. αντί <i>ἧσσ-</i>.
}}
{{pape
|ptext=att. = [[ἧσσα]].
}}
}}

Latest revision as of 16:30, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧττα Medium diacritics: ἧττα Low diacritics: ήττα Capitals: ΗΤΤΑ
Transliteration A: hē̂tta Transliteration B: hētta Transliteration C: itta Beta Code: h(=tta

English (LSJ)

ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἧσσα (defeat, discomfiture).

French (Bailly abrégé)

att. c. ἧσσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-.

Greek Monolingual

η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].

Greek Monotonic

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Αττ. αντί ἧσσ-.

German (Pape)

att. = ἧσσα.