ἁρμόττω: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(CSV import) |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[συνδέω]], ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ [[ἀραρίσκω]], μέ [[θέμα]] ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → [[ἁρμόττω]] μέ [[τροπή]] τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί [[ἁρμόζω]] μέ [[τροπή]] τοῦ γ + j σέ ζ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἁρμή]], [[ἁρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], ἀναπροσαρμογή, [[ἐφαρμογή]], [[ἁρμόδιος]], [[ἁρμοδίως]], [[ἁρμοζόντως]], [[ἁρμονία]], [[ἁρμονικός]], [[ἅρμοσις]], [[ἅρμοσμα]], [[ἁρμοστέον]], [[ἁρμοστήρ]], [[ἁρμοστής]] (=[[κυβερνήτης]] πού ἔστελνε ἡ [[Σπάρτη]] σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), [[ἁρμοστικός]], [[ἁρμοστός]], [[εὐάρμοστος]], [[ἀνάρμοστος]], ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, [[συναρμοστέον]], [[ἁρμόστωρ]] (=[[κυβερνήτης]]). | |mantxt=(=[[συνδέω]], ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ [[ἀραρίσκω]], μέ [[θέμα]] ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → [[ἁρμόττω]] μέ [[τροπή]] τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί [[ἁρμόζω]] μέ [[τροπή]] τοῦ γ + j σέ ζ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἁρμή]], [[ἁρμογή]], [[συναρμογή]], [[προσαρμογή]], ἀναπροσαρμογή, [[ἐφαρμογή]], [[ἁρμόδιος]], [[ἁρμοδίως]], [[ἁρμοζόντως]], [[ἁρμονία]], [[ἁρμονικός]], [[ἅρμοσις]], [[ἅρμοσμα]], [[ἁρμοστέον]], [[ἁρμοστήρ]], [[ἁρμοστής]] (=[[κυβερνήτης]] πού ἔστελνε ἡ [[Σπάρτη]] σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), [[ἁρμοστικός]], [[ἁρμοστός]], [[εὐάρμοστος]], [[ἀνάρμοστος]], ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, [[συναρμοστέον]], [[ἁρμόστωρ]] (=[[κυβερνήτης]]). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=att. = [[ἁρμόσσω]], für [[ἁρμόζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:41, 24 November 2022
English (LSJ)
ἁρμοττόντως, Att. for ἁρμόζω, -ζόντως, qq.v.
Spanish (DGE)
ἁρμοττόντως v. ἁρμόζω.
French (Bailly abrégé)
impf. ἥρμοττον;
c. ἁρμόζω.
Russian (Dvoretsky)
ἁρμόττω: = ἁρμόζω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρμόττω: ἁρμοττόντως, Ἀττ. ἀντὶ ἁρμόζω, -ζόντως, ἅ ἴδε.
Greek Monotonic
ἁρμόττω: Αττ. αντί ἁρμόζω.
Mantoulidis Etymological
(=συνδέω, ταιριάζω). Ἀπό ρίζα αρ- τοῦ ἀραρίσκω, μέ θέμα ἁρμόδ- ἤ ἁρμόγ-j-ω → ἁρμόττω μέ τροπή τοῦ δ σέ τ καί ἀφομοίωση τοῦ j σε τ καί ἁρμόζω μέ τροπή τοῦ γ + j σέ ζ.
Παράγωγα: ἁρμή, ἁρμογή, συναρμογή, προσαρμογή, ἀναπροσαρμογή, ἐφαρμογή, ἁρμόδιος, ἁρμοδίως, ἁρμοζόντως, ἁρμονία, ἁρμονικός, ἅρμοσις, ἅρμοσμα, ἁρμοστέον, ἁρμοστήρ, ἁρμοστής (=κυβερνήτης πού ἔστελνε ἡ Σπάρτη σέ μιά πόλη ὑπήκοό της), ἁρμοστικός, ἁρμοστός, εὐάρμοστος, ἀνάρμοστος, ἀνεφάρμοστος, ἐφαρμοστής, συναρμοστέον, ἁρμόστωρ (=κυβερνήτης).