ἐπίρρησις: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπίρρησις]], ἡ (Α) [[ρήσις]]<br /><b>1.</b> [[έλεγχος]], [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[επίκληση]]<br /><b>3.</b> [[χαιρετισμός]] επωδού, μάγου, γόητα<br /><b>4.</b> αυτό που λέγεται [[κατόπιν]], το [[σχόλιο]]. | |mltxt=[[ἐπίρρησις]], ἡ (Α) [[ρήσις]]<br /><b>1.</b> [[έλεγχος]], [[κατηγορία]]<br /><b>2.</b> [[επίκληση]]<br /><b>3.</b> [[χαιρετισμός]] επωδού, μάγου, γόητα<br /><b>4.</b> αυτό που λέγεται [[κατόπιν]], το [[σχόλιο]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, <i>das [[Dazugesagte]], der [[Zusatz]]</i>, und zwar ein tadelnder, Plut. <i>aud.poet</i>. 4; <i>VLL</i> [[ψόγος]], [[κατηγορία]]. Bei Luc. <i>[[Philops]]</i>. 31 <i>[[Zauber]]-, [[Bannspruch]]</i>. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:49, 24 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A rebuke, reproach, δειλοῦ -ρρησιν μελεδαίνων Archil.8, cf. Plu.2.19c (pl.), Hsch. II. invocation, θεῶν Phld.Piet. 74 (pl.); spell, charm, Luc.Philops.31, Jul.Afric.Oxy.412.46. III. comment, Phld.Rh.2.55 S.; opp. πρόρρησις, ib.1.31 S.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 incantation magique;
2 blâme, reproche.
Étymologie: ἐπί, Ϝρη- > ῥη ; cf. ἐρῶ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίρρησις: εως ἡ
1) упрек, порицание Plut.;
2) заклинание, заклятие, чары Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίρρησις: -εως, ἡ, ἔλεγχος, ὀνειδισμός, ψόγος, Ἀρχίλ. 7, Πλούτ. 2. 19C, Ἡσύχ. ΙΙ. ῥῆσις ἄνευ σημασίας τινὸς ἀπαγγελλομένη ἐν ταῖς μαγικαῖς ἐπῳδαῖς, ἐγὼ δὲ προχειρισάμενος τὴν φρικωδεστάτην ἐπίρρησιν Λουκ. Φιλοψευδ. 31.
Greek Monolingual
ἐπίρρησις, ἡ (Α) ρήσις
1. έλεγχος, κατηγορία
2. επίκληση
3. χαιρετισμός επωδού, μάγου, γόητα
4. αυτό που λέγεται κατόπιν, το σχόλιο.
German (Pape)
ἡ, das Dazugesagte, der Zusatz, und zwar ein tadelnder, Plut. aud.poet. 4; VLL ψόγος, κατηγορία. Bei Luc. Philops. 31 Zauber-, Bannspruch.