ἐπιδεικνύω: Difference between revisions
From LSJ
Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
mNo edit summary |
m (pape replacement) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM [[ἐπιδείκνυμι]] και [[ἐπιδεικνύω]])<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δείγμα]], ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] και [[προβάλλω]] κάποιο [[προσόν]] ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της» β. «ἐπιδείξεις τὴν [[αὑτοῦ]] σοφίαν»)<br /><b>3.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] που ήταν σχετικά άγνωστο ώς [[τώρα]] («επέδειξε τη [[δύναμη]] του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιδεικνύομαι</i><br />[[προβάλλω]] τα προσόντα μου ή [[συμπεριφέρομαι]] [[έτσι]] ώστε να [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών άλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποδεικνύω]]. | |mltxt=(AM [[ἐπιδείκνυμι]] και [[ἐπιδεικνύω]])<br /><b>1.</b> [[παρουσιάζω]], [[εμφανίζω]], [[προβάλλω]] [[κάτι]] ως [[δείγμα]], ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)<br /><b>2.</b> [[εμφανίζω]] και [[προβάλλω]] κάποιο [[προσόν]] ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την [[ομορφιά]] της» β. «ἐπιδείξεις τὴν [[αὑτοῦ]] σοφίαν»)<br /><b>3.</b> [[φανερώνω]] [[κάτι]] που ήταν σχετικά άγνωστο ώς [[τώρα]] («επέδειξε τη [[δύναμη]] του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μέσ.</b> <i>επιδεικνύομαι</i><br />[[προβάλλω]] τα προσόντα μου ή [[συμπεριφέρομαι]] [[έτσι]] ώστε να [[προκαλώ]] την [[προσοχή]] τών άλλων<br /><b>αρχ.</b><br />[[υποδεικνύω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext== [[ἐπιδείκνυμι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:02, 24 November 2022
English (LSJ)
v. ἐπιδείκνυμι.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
c. ἐπιδείκνυμι.
Étymologie: ἐπί, δεικνύω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδεικνύω: Xen., Dem., Plut. = ἐπιδείκνυμι.
Greek Monolingual
(AM ἐπιδείκνυμι και ἐπιδεικνύω)
1. παρουσιάζω, εμφανίζω, προβάλλω κάτι ως δείγμα, ως αξιόλογο για θέα ή ως πειστήριο (α. «επιδεικνύει τα νέα κοσμήματα, ή τα πειστήρια του εγκλήματος» β. «καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν»)
2. εμφανίζω και προβάλλω κάποιο προσόν ή γνώρισμά μου (α. «επιδεικνύει την ομορφιά της» β. «ἐπιδείξεις τὴν αὑτοῦ σοφίαν»)
3. φανερώνω κάτι που ήταν σχετικά άγνωστο ώς τώρα («επέδειξε τη δύναμη του χαρακτήρα του», «ἔν τ’ ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν»)
νεοελλ.
μέσ. επιδεικνύομαι
προβάλλω τα προσόντα μου ή συμπεριφέρομαι έτσι ώστε να προκαλώ την προσοχή τών άλλων
αρχ.
υποδεικνύω.
German (Pape)
= ἐπιδείκνυμι.