κομπορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
m (pape replacement)
 
Line 4: Line 4:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. [[ευθυρρήμων]], [[μεγαλορρήμων]]].
|mltxt=-ον, αρσ. και -ονας (Μ [[κομπορρήμων]], -ον)<br />αυτός που μιλά κομπαστικά, [[καυχηματίας]], [[αλαζόνας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμπος]] (Ι) «[[κομπασμός]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ρῆμα</i>), [[πρβλ]]. [[ευθυρρήμων]], [[μεγαλορρήμων]]].
}}
{{pape
|ptext=ονος, <i>prahlerische [[Reden]] [[führend]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 17:05, 24 November 2022

Greek (Liddell-Scott)

κομπορρήμων: -ον, ὁ ὁμιλῶν μετὰ κόμπου· Ἐπίρρ. -ρημόνως· ― οὐσιαστ. κομπορρημοσύνη, ἡ, ἡ μετὰ κόμπου ὁμιλία, Θ. Λάσκ. Χειρόγρ. cod. Reg. 1193, fol. 73A.

Greek Monolingual

-ον, αρσ. και -ονας (Μ κομπορρήμων, -ον)
αυτός που μιλά κομπαστικά, καυχηματίας, αλαζόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμπος (Ι) «κομπασμός» + -ρρήμων (< ρῆμα), πρβλ. ευθυρρήμων, μεγαλορρήμων].

German (Pape)

ονος, prahlerische Reden führend, Sp.