ἐπιτάρροθος: Difference between revisions
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγὴ τοῦ ἀγαθοῦ καὶ ἀεὶ ἀναβλύειν δυναμένη, ἐὰν ἀεὶ σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (pape replacement) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{FriskDe | {{FriskDe | ||
|ftr='''ἐπιτάρροθος''': {epitárrothos}<br />'''Grammar''': m. und f.<br />'''Meaning''': [[Helfer]], [[Helferin]] (Hom. 8 mal, Terp. 6).<br />'''Etymology''': Dunkel. Die Ähnlichkeit mit dem synonymen [[ἐπίρροθος]] springt in die Augen; Kreuzung davon mit einem anderen Wort oder "Streckform" (vgl. zu [[ἑκατηβελέτης]], -[[βόλος]])? Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. mit Ehrlich Betonung 54 Zusammenbildung aus *[[ἐπιτάρροθος]] = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα; dabei bleibt vor allem -ρρ- für -ρσ- zu erklären. Nicht besser Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπιθάρροθος, zu ἰθα- in [[ἰθαγενής]]. — [[τάρροθος]] (Lyk.) ist sekundär.<br />'''Page''' 1,543 | |ftr='''ἐπιτάρροθος''': {epitárrothos}<br />'''Grammar''': m. und f.<br />'''Meaning''': [[Helfer]], [[Helferin]] (Hom. 8 mal, Terp. 6).<br />'''Etymology''': Dunkel. Die Ähnlichkeit mit dem synonymen [[ἐπίρροθος]] springt in die Augen; Kreuzung davon mit einem anderen Wort oder "Streckform" (vgl. zu [[ἑκατηβελέτης]], -[[βόλος]])? Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. mit Ehrlich Betonung 54 Zusammenbildung aus *[[ἐπιτάρροθος]] = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα; dabei bleibt vor allem -ρρ- für -ρσ- zu erklären. Nicht besser Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπιθάρροθος, zu ἰθα- in [[ἰθαγενής]]. — [[τάρροθος]] (Lyk.) ist sekundär.<br />'''Page''' 1,543 | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(vgl. [[ἐπίρροθος]] und [[τάρροθος]]), ὁ, ἡ, <i>der [[Helfer]], der [[Beistand]]</i>, [[immer]] von Göttern, εἴ [[πού]] τις καὶ ἔμοιγε [[θεῶν]] ἐπ. ἐστι <i>Il</i>. 11.366; fem., 5.808 und Orph. <i>H</i>.; in einem [[Orakel]] bei Her. 1.66 Τεγέης ἐπ. ἔσσῃ, wo es [[Sieger]] zu [[übersetzen]] ist. Man vergleicht [[gewöhnlich]], was die [[Bildung]] des [[Wortes]] betrifft, [[ἀτηρός]] und ἀτάρτηρος. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:07, 24 November 2022
English (LSJ)
ὁ, Ep. for ἐπίρροθος, A helper, defender, in Hom. always of the gods that help in fight, τινί Il.11.366, Od.24.182; μάχης ἐ. in fight, Il.17.339; Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι 12.180; γράμμα δίκης ἐπιτάρροθον Maiist.59: as fem., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθος ἦα Il.5.808, cf. 828; Δίκα..καλῶν ἐ. ἔργων Terp.6. 2 master, lord, Τεγέης Orac. ap. Hdt.1.67; cf. τάρροθος.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
1 qui vient au secours de, protecteur : Δαναοῖσιν μάχης IL protecteur des Grecs dans le combat;
2 vainqueur, maître.
Étymologie: ἐπί, τάρροθος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ
1) защитник, заступник, тж. помощник (Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι Hom.);
2) повелитель, властитель (Τεγέης Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτάρροθος: ὁ, Ἐπ. ἀντὶ ἐπίρροθος, ἐπαρωγός, βοηθός, ὑπερασπιστής, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῶν θεῶν τῶν βοηθούντων κατὰ τὴν μάχην, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστι Ἰλ. Α. 366, Υ. 453, Ὀδ. Ω. 182· Ζῆν’ ὕπατον μήστωρα μάχης ἐπιτάρροθον εἶναι, βοηθὸν ἐν μάχῃ, Ἰλ. Ρ. 339· θεοί... ὅσοι Δαναοῖσι μάχης ἐπιτάρροθοι ἦσαν Μ. 180· ὡς θηλ., τοίη οἱ ἐγὼν ἐπιτάρροθοι, ἦα Ε 808, πρβλ. 828. 2) κύριος, κυρίαρχος, Τεγέης Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 67. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἐπίρροθος, ὡς τὸ ἀταρτηρὸς ἐκ τοῦ ἀτηρός· ὁ Λυκόφρων ὅμως μεταχειρίζεται τὸ ἁπλοῦν τάρροθος, 360, 400, κτλ.), Ἡσύχ.
English (Autenrieth)
(cf. ἐπίρροθος): helper. (Il. and Od. 24.182.)
Greek Monolingual
ἐπιτάρροθος, ὁ, επικ. τ. αντί ἐπίρροθος (Α)
1. (κυρ. για θεούς) βοηθός, προστάτης, υπερασπιστής («εἴ πού τις καὶ ἐμοὶ γε θεῶν ἐπιτάρροθός ἐστιν», Ομ. Ιλ.)
2. κυρίαρχος, ηγεμόνας, κύριος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Άγνωστης ετυμολογίας. Εικάζεται κάποια σχέση με το επίρροθος «βοηθός», η οποία όμως δεν ερμηνεύεται ικανοποιητικά].
Greek Monotonic
ἐπιτάρροθος: ὁ, ἡ, Επικ. αντί ἐπίρροθος·
1. αρωγός, βοηθός, υπερασπιστής, σύμμαχος, σε Όμηρ.· μάχης ἐπ., στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κυρίαρχος, κύριος, Χρησμ. παρ' Ηρόδ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m. and f.
Meaning: helper (Hom.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Resembles the synonymous ἐπίρροθος; cross from this and another word or "Streckform" (cf. on ἑκατη-βελέτης, -βόλος)? Acc. to Schwyzer Glotta 12, 15f. (with Ehrlich Betonung 54) compound of *ἐπι-τάρρο-θος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα [meaning?]; but -ρρ- for -ρσ- remains to be explained. Not better Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπ-ιθά-ρροθος, to ἰθα- in ἰθα-γενής. - τάρροθος (Lyc.) is secondary.
Middle Liddell
ἐπιτάρροθος, ὁ, ἡ, [epic for ἐπίρρθος]
1. a helper, defender, ally, Hom.; μάχης ἐπ. in fight, Il.
2. a master, lord, Orac. ap. Hdt.
Frisk Etymology German
ἐπιτάρροθος: {epitárrothos}
Grammar: m. und f.
Meaning: Helfer, Helferin (Hom. 8 mal, Terp. 6).
Etymology: Dunkel. Die Ähnlichkeit mit dem synonymen ἐπίρροθος springt in die Augen; Kreuzung davon mit einem anderen Wort oder "Streckform" (vgl. zu ἑκατηβελέτης, -βόλος)? Nach Schwyzer Glotta 12, 15f. mit Ehrlich Betonung 54 Zusammenbildung aus *ἐπιτάρροθος = ταρσῳ̃ (-οῖς, -οῖιν) ἐπιθέων, -θέουσα; dabei bleibt vor allem -ρρ- für -ρσ- zu erklären. Nicht besser Brugmann BphW 39, 136ff.: *ἐπιθάρροθος, zu ἰθα- in ἰθαγενής. — τάρροθος (Lyk.) ist sekundär.
Page 1,543
German (Pape)
(vgl. ἐπίρροθος und τάρροθος), ὁ, ἡ, der Helfer, der Beistand, immer von Göttern, εἴ πού τις καὶ ἔμοιγε θεῶν ἐπ. ἐστι Il. 11.366; fem., 5.808 und Orph. H.; in einem Orakel bei Her. 1.66 Τεγέης ἐπ. ἔσσῃ, wo es Sieger zu übersetzen ist. Man vergleicht gewöhnlich, was die Bildung des Wortes betrifft, ἀτηρός und ἀτάρτηρος.