μελαμπαγής: Difference between revisions

From LSJ

Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this liferather, it is just a corpse with a soul

Sophocles, Antigone, 1165-7
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μελαμπᾱγής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[черный и запекшийся]] ([[αἷμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2)</b> [[почерневший и твердый]] (sc. [[χαλκός]] Aesch.).
|elrutext='''μελαμπᾱγής:'''<br /><b class="num">1</b> [[черный и запекшийся]] ([[αἷμα]] Aesch.);<br /><b class="num">2</b> [[почерневший и твердый]] (sc. [[χαλκός]] Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 14:55, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελαμπᾱγής Medium diacritics: μελαμπαγής Low diacritics: μελαμπαγής Capitals: ΜΕΛΑΜΠΑΓΗΣ
Transliteration A: melampagḗs Transliteration B: melampagēs Transliteration C: melampagis Beta Code: melampagh/s

English (LSJ)

ές, Dor. for -πηγής, black-clotted, αἷμα A.Th.737 (lyr.): generally, black, discoloured, [χαλκὸς] μ. πέλει Id.Ag.392 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 118] ές, schwarz geronnen, schwarz und fest, αἷμα φοίνιον Aesch. Spt. 719, τρίβῳ τε καὶ προσβολαῖς πέλει δικαιωθείς Ag. 381.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui se fige en noircissant;
2 noir et dur.
Étymologie: μέλας, πήγνυμι.

Russian (Dvoretsky)

μελαμπᾱγής:
1 черный и запекшийся (αἷμα Aesch.);
2 почерневший и твердый (sc. χαλκός Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μελαμπᾱγής: -ές, Δωρ. ἀντὶ -πηγής, πεπηγὼς μέλας, πηκτὸς καὶ μέλας, αἷμα Αἰσχύλ. Θήβ. 737· καθόλου μέλας, ἀμαυρός, χαλκὸς μ. πέλει ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 392.

Greek Monolingual

μελαμπαγής, -ές (Α)
(δωρ. τ.)
1. (κυρίως για αίμα) μαύρος και πηχτός («καὶ χθονία κόνις πίῃ μελαμπαγὲς αἷμα φοίνιον», Αισχύλ.)
2. (γενικά) μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + -παγής (< πήγνυμι), πρβλ. γομφοπαγής, δορυπαγής].

Greek Monotonic

μελαμπᾱγής: -ές (πήγνυμι), Δωρ. αντί -πηγής, μαύρος και πηχτός, σε Αισχύλ.· γενικά, μαύρος, στον ίδ.

Middle Liddell

μελαμ-πᾱγής, ές [doric for μελαμπηγής,] πήγνυμι
black clotted, Aesch.: generally, discoloured, Aesch.