παρήϊον: Difference between revisions
Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Bion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πᾰρήϊον:''' τό<br /><b class="num">1 | |elrutext='''πᾰρήϊον:''' τό<br /><b class="num">1</b> [[щека]] Hom.;<br /><b class="num">2</b> (у животных) челюсть, pl. пасть Hom.;<br /><b class="num">3</b> [[нащечник]] (часть упряжи) (π. ἵππων Hom.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παρήϊον -ου, τό [~ παρειά] kaak, wang:; πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν van alle (wolven) is de kaak rood van het bloed Il. 16.159; τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης haar fraaie wangen werden vochtig, terwijl zij tranen stortte Od. 19.208; wangstuk (aan een hoofdstel). | |elnltext=παρήϊον -ου, τό [~ παρειά] kaak, wang:; πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν van alle (wolven) is de kaak rood van het bloed Il. 16.159; τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης haar fraaie wangen werden vochtig, terwijl zij tranen stortte Od. 19.208; wangstuk (aan een hoofdstel). | ||
}} | }} |
Revision as of 15:25, 25 November 2022
English (LSJ)
τό (Ion. for παρεῖον, which is not in use), used in Il. as the sg. for παρειά (which Hom. uses only in plural), A cheek, Il.23.690; of the jaw of a wolf, πᾶσιν δὲ π. αἵματι φοινόν 16.159: in plural, of a lion, παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν αἱματόεντα πέλει Od.22.404; in Ion. Prose, λουσαμένους παρήϊα prob. in IG12 (5).593.30 (Ceos, V B.C.). II π. ἔμμεναι ἵππων cheek-ornament of a bridle, Il.4.142.
German (Pape)
[Seite 520] τό, ion. statt des ungebrauchten παρεῖον, = παρειά; 1) Wange, Backe; Hom., eines Wolfs, Il. 16, 159, eines Löwen, Od. 22, 404; τοῖσι παρήϊά τ' ἀμφοτέρωθεν καὶ γένυες κτύπεον, Ap. Rh. 2, 82; λευκά, der Venus, Democrit. ep. (Plan. 180). – 2) παρήϊον ἵππων, das Backenstück am Zaum oder am Pferdegeschirr, Il. 4, 142, sonst παραγναθίδιον, vgl. Poll. 1, 140.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 joue ou mâchoire d'un animal;
2 ornement sur la partie latérale d'une bride de cheval.
Étymologie: παρειά.
Greek Monolingual
τὸ, Α
1. παρειά, μάγουλο
2. (για άλογα) κόσμημα στα πλάγια του χαλιναριού το οποίο κάλυπτε τις παρειές, παραγναθίδιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρειά «μάγουλο» + επίθημα -ήϊον (πρβλ. πρυταν-ήϊον)].
Greek Monotonic
πᾰρήϊον: τό (Ιων. αντί παρεῖον, που δεν χρησιμοποιείται),
I. παρειά, μάγουλο, σαγόνι, σε Όμηρ.
II. παρήϊον, κόσμημα (στο χαλινάρι) κοντά στη γνάθο του αλόγου, σε Ομήρ. Ιλ., πρβλ. παρειά.
Russian (Dvoretsky)
πᾰρήϊον: τό
1 щека Hom.;
2 (у животных) челюсть, pl. пасть Hom.;
3 нащечник (часть упряжи) (π. ἵππων Hom.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρήϊον -ου, τό [~ παρειά] kaak, wang:; πᾶσιν δὲ παρήϊον αἵματι φοινόν van alle (wolven) is de kaak rood van het bloed Il. 16.159; τῆς τήκετο καλὰ παρήϊα δάκρυ χεούσης haar fraaie wangen werden vochtig, terwijl zij tranen stortte Od. 19.208; wangstuk (aan een hoofdstel).