σύμβλησις: Difference between revisions
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''σύμβλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1 | |elrutext='''σύμβλησις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1</b> [[сопоставление]], [[сравнение]] (πρός τι Diog. L.): κατὰ σύμβλησιν [[παρά]] τι Sext. по сравнению с чем-л.;<br /><b class="num">2</b> [[поддержка]], [[помощь]] (πρὸς βίον Diog. L.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:45, 25 November 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A union: a joint, LXX Ex.26.24. II comparison, Phld.Rh.1.217 S. (pl.); κατὰ σύμβλησιν S.E.M.7.375, etc.; ἡ πρὸς ἄλλα σ. reference to... D.L.9.87. 2 interpretation, τοῦ σημείου Arr.An.1.18.7. III assistance, πρὸς βίον D.L. 7.105.
German (Pape)
[Seite 978] ἡ, Verbindung, LXX.; – Vergleichung, Beziehung auf Etwas; D. L. 9, 87; S. Emp.
Russian (Dvoretsky)
σύμβλησις: εως ἡ
1 сопоставление, сравнение (πρός τι Diog. L.): κατὰ σύμβλησιν παρά τι Sext. по сравнению с чем-л.;
2 поддержка, помощь (πρὸς βίον Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
σύμβλησις: ἡ, = συμβολή, ἕνωσις, συναφή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚϚ΄, 24). ΙΙ. παραβολή, σύγκρισις, κατὰ σύμβλησιν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 375, κτλ.· ἡ πρὸς ἄλληλα σ., σύγκρισις, ἀναφορά..., Διογ. Λ. 9. 87. 2) ἑρμηνεία, τοῦ σημείου Ἀρρ. Ἀν. 1. 18, 12. ΙΙΙ. βοήθεια, ἐπικουρία, συνδρομή, πρὸς βίον ὁ αὐτ. 7. 105.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α συμβάλλω
1. συμβολή, ένωση
2. παραβολή, σύγκριση
3. αναφορά
4. ερμηνεία («σύμβλησις τοῦ σημείου», Διογ. Λαέρ.)
5. βοήθεια, επικουρία.