ἀμπέλινος: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ampelinos | |Transliteration C=ampelinos | ||
|Beta Code=a)mpe/linos | |Beta Code=a)mpe/linos | ||
|Definition=ον, also η, ον, = [[ἀμπελικός]] ([[of the vine]]), καρπός Hdt. 1.212 ; οἶνος | |Definition=ον, also η, ον, = [[ἀμπελικός]] ([[of the vine]]), καρπός Hdt. 1.212 ; οἶνος ἀμπέλινος [[grape]]-[[wine]], opp. [[οἶνος]] [[κρίθινος]], etc., Id. 2.37, 60 ; φύλλα Arist. ''PA'' 668a23 ; ἀμπέλινος [[βακτηρία]] [[vine]]-[[stick]], Plb. 29.27.5. ''metaph'', [[γραῦς]] ἀμπελίνη [[anus vinosa]], ''AP'' 7.384 (Marc. Arg.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de la vid]], [[de vid]] καρπός Hdt.1.212, I.<i>AI</i> 2.66, οἶνος Hdt.2.37, 60, Polyaen.4.3.32, Plu.2.648e, ὀπώρα Plu.2.692e, φύλλα Arist.<i>PA</i> 668<sup>a</sup>21, κλήματα Plu.<i>Caes</i>.9, κλῆμα <i>AP</i> 9.375, στέφανος Callix.2, ἀμπέλινα μοσχεύματα plantones de vid</i>, cepas</i>, <i>PCair.Zen</i>.159.5 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[de la vid]], [[de vid]] [[καρπός]] Hdt.1.212, I.<i>AI</i> 2.66, [[οἶνος]] Hdt.2.37, 60, Polyaen.4.3.32, Plu.2.648e, [[ὀπώρα]] Plu.2.692e, φύλλα Arist.<i>PA</i> 668<sup>a</sup>21, κλήματα Plu.<i>Caes</i>.9, [[κλῆμα]] <i>AP</i> 9.375, [[στέφανος]] Callix.2, ἀμπέλινα μοσχεύματα plantones de vid</i>, cepas</i>, <i>PCair.Zen</i>.159.5 (III a.C.)<br /><b class="num">•</b>subst. [[τὸ ἀμπέλινον]] = [[vino]] Ach.Tat.2.2.3.<br /><b class="num">2</b> [[de sarmiento]] [[βακτηρία]] Plb.29.27.5, cf. Euph.132, Philoch.194, τέφρα <i>Gp</i>.4.15.11<br /><b class="num">•</b>subst. [[sarmientos]] δεσμεύοντες ἀμπέλινα <i>PMil.Vogl</i>.69B.19 (II a.C.).<br /><b class="num">3</b> [[del color de la vid]] [[ἱμάτιον]] <i>PHamb</i>.10.27 (II a.C.).<br /><b class="num">II</b> fig. [[borracho]] γρῆυς <i>AP</i> 7.384 (Marc.Arg.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 17:22, 25 November 2022
English (LSJ)
ον, also η, ον, = ἀμπελικός (of the vine), καρπός Hdt. 1.212 ; οἶνος ἀμπέλινος grape-wine, opp. οἶνος κρίθινος, etc., Id. 2.37, 60 ; φύλλα Arist. PA 668a23 ; ἀμπέλινος βακτηρία vine-stick, Plb. 29.27.5. metaph, γραῦς ἀμπελίνη anus vinosa, AP 7.384 (Marc. Arg.).
Spanish (DGE)
-ον
I 1de la vid, de vid καρπός Hdt.1.212, I.AI 2.66, οἶνος Hdt.2.37, 60, Polyaen.4.3.32, Plu.2.648e, ὀπώρα Plu.2.692e, φύλλα Arist.PA 668a21, κλήματα Plu.Caes.9, κλῆμα AP 9.375, στέφανος Callix.2, ἀμπέλινα μοσχεύματα plantones de vid, cepas, PCair.Zen.159.5 (III a.C.)
•subst. τὸ ἀμπέλινον = vino Ach.Tat.2.2.3.
2 de sarmiento βακτηρία Plb.29.27.5, cf. Euph.132, Philoch.194, τέφρα Gp.4.15.11
•subst. sarmientos δεσμεύοντες ἀμπέλινα PMil.Vogl.69B.19 (II a.C.).
3 del color de la vid ἱμάτιον PHamb.10.27 (II a.C.).
II fig. borracho γρῆυς AP 7.384 (Marc.Arg.).
German (Pape)
[Seite 128] auch 2, dasselbe, Her., καρπός 1, 212; οἶνος 2, 37, Traubenwein; φύλλα, Weinblätter, Arist. anim. 3; βακτηρία, Stock aus einer Weinrebe, Pol. 29, 11, 5; κλῆμα, Weinranke, Plut. Caes. 9. – Aber γραῦς ἀμπελίνη, eine versoffene Alte, Marc. Arg. 30 (VII, 384).
French (Bailly abrégé)
η, ον :
de vigne, de raisin.
Étymologie: ἄμπελος.
Russian (Dvoretsky)
ἀμπέλῐνος: 2, редко 3
1 виноградный (καρπός, οἶνος Her.; φύλλα Arst.; βακτηρία Polyb.; κλήματα Plut.);
2 ирон. преданный вину, хмельной (γρῆϋς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπέλινος: -ον, ὡσαύτως η, ον, = ἀμπέλειος, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν ἄμπελον, καρπὸς Ἡρόδ. 1. 212· οἶνος ἀμπ. = οἶνος ἐκ σταφυλῶν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ οἶνος κρίθινος κτλ., ὁ αὐτ. 2. 37, 60· φύλλα Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 3. 5, 10· ἀμπ. βακτήρια, ῥάβδος ἐκ κληματίδος, Λατ. vitis, Πολύβ. 29. 11, 5. ΙΙ. μεταφ., γραῦς ἀμπελίνη, anus vinosa, μεθυσμένον γραΐδιον, Ἀνθ. Π. 7. 384.
English (Slater)
ἀμπέλῐνος of the vine ἀέξονται φρένας ἀμπελίνοις τόξοις δαμέντες i. e. by the effects of wine fr. 124. 11.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀμπέλινος, -ίνη, -ινον)
1. αυτός που ανήκει στο αμπέλι ή προέρχεται από αυτό
2. οινοπότης, μέθυσος
«γραῡς ἀμπελίνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. νεοελλ. αμπελίνα].
Greek Monotonic
ἀμπέλινος: -ον και -η, -ον (ἄμπελος), φτιαγμένος από αμπέλι, σε Ηρόδ.
II. λέγεται για πρόσωπα, αφιερωμένοι στο κρασί, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἄμπελος
I. of the vine, Hdt.
II. of persons, given to wine, Anth.
Léxico de magia
-ον procedente de la vid gener. de sarmientos para realizar una ofrenda o una libación εἰς ἀμπέλινα ξύλα σπείσας οἶνον ἢ ζύτον ἢ μέλι ἢ γάλα tras haber derramado vino, cerveza, miel o leche sobre sarmientos de vid P IV 907 ποίει κολλούρια καὶ ἐπίθυε πρὸς τὸν ἀστέρα ἐπὶ ἀμπελίνων ξύλων ἢ ἀνθράκων haz unas píldoras y ofrécelas ante la estrella sobre sarmientos de vid o sobre carbones P IV 2895 P IV 919 P V 233 P VII 544 P XXXVI 296 SM 94 30