ἀνέλεγκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀνέλεγκτος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[не подвергнутый допросу]], [[не уличенный]] (αἰτιαθείς Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[неопровергнутый]], [[незыблемый]] ([[γλῶττα]] Thuc., Plat.; [[φρήν]] Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. [[если ты не опровергнешь моих слов]];<br /><b class="num">3)</b> [[неопровержимый]], [[непреложный]] ([[μαντεία]] Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[неисследованный]], [[непроверенный]], [[неразобранный]] ([[δόγμα]] Plat.).
|elrutext='''ἀνέλεγκτος:'''<br /><b class="num">1</b> [[не подвергнутый допросу]], [[не уличенный]] (αἰτιαθείς Thuc.);<br /><b class="num">2</b> [[неопровергнутый]], [[незыблемый]] ([[γλῶττα]] Thuc., Plat.; [[φρήν]] Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. [[если ты не опровергнешь моих слов]];<br /><b class="num">3</b> [[неопровержимый]], [[непреложный]] ([[μαντεία]] Plat.);<br /><b class="num">4</b> [[неисследованный]], [[непроверенный]], [[неразобранный]] ([[δόγμα]] Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls

Revision as of 17:25, 25 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέλεγκτος Medium diacritics: ἀνέλεγκτος Low diacritics: ανέλεγκτος Capitals: ΑΝΕΛΕΓΚΤΟΣ
Transliteration A: anélenktos Transliteration B: anelenktos Transliteration C: anelegktos Beta Code: a)ne/legktos

English (LSJ)

ον,
A not cross-questioned, safe from being questioned, Th.5.85; ἡ γλῶττα ἀ. ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀ. Pl.Tht.154d, cf. Phlb.41b.
2 not refuted, ἐᾶν τινὰ ἀ. Id.Grg.467a; ἵνα μοι καὶ ἀ. ἡ μαντεία γένοιτο irrefutable, Id.Ap.22a, cf. Ti.29b. Adv. ἀνελέγκτως, λεγόμενον without refutation or without reply, Plu.CG10.
3 of persons also, without trial, ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53.

Spanish (DGE)

-ον
I de pers.
1 que no es sometido a interrogatorio judicial ἀ. διαφυγεῖν Th.6.53
sin refutación εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Pl.Grg.467a, cf. 482b, ἡ μὲν γὰρ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος nuestra lengua quedará sin refutación, pero no nuestro pensamiento Pl.Tht.154d, cf. Th.5.85.
2 inocente ἐὰν δέ τις ἀνέλεγκτος φανῆται, ἀπολύηται Iust.Phil.Apol.7.4, del Cordero de Dios, Origenes Io.6.58
de la desnudez de los gimnastas irreprochable μηδὲ τοῦτον ἀνέλεγκτον αὐτοῖς εἶναι Philostr.Gym.17.
II de cosas no sometido a discusión δόγμα Pl.Phlb.41b, γνώμη D.C.52.33.4
irrefutable μαντεία Pl.Ap.22a, ἀνελέγκτοις ... λόγοις ... καὶ ἀνικήτοις Pl.Ti.29b.
III adv. ἀνελέγκτως = sin refutación, sin investigación de un cargo contra alguien, Plu.CG 10.

German (Pape)

[Seite 221] unwiderleglich, μαντεία, λόγοι ἀν. καὶ ἀκίνητοι, Plat. Apol. 22 a Tim. 29 b; nicht widerlegt, Theaet. 154 d u. sonst; ununtersucht, τοῦτο τὸ δόγμα ἀδύνατον ἀν. γίγνεσθαι Phil. 41 b. – Adv., Plut.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non réfuté;
2 non convaincu (d'une faute);
3 irréfutable.
Étymologie: , ἐλέγχω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνέλεγκτος:
1 не подвергнутый допросу, не уличенный (αἰτιαθείς Thuc.);
2 неопровергнутый, незыблемый (γλῶττα Thuc., Plat.; φρήν Plat.): εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον Plat. если ты не опровергнешь моих слов;
3 неопровержимый, непреложный (μαντεία Plat.);
4 неисследованный, непроверенный, неразобранный (δόγμα Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνέλεγκτος: -ον, ἀνεξέλεγκτος, ἀνεξέταστος, ἐπαγωγὰ καὶ ἀνέλεγκτα Θουκ. 5. 85· ἡ γλῶττα ἀνέλεγκτος ἡμῖν ἔσται, ἡ δὲ φρὴν οὐκ ἀνέλεγκτος Πλάτ. Θεαίτ. 154D, πρβλ. Φίλ. 41Β. 2) ὁ μὴ ἀναιρεθείς, εἰ δέ με ἐάσεις ἀνέλεγκτον ὁ αὐτ. Γοργ. 467Δ· ἵνα μοι καὶ ἀνέλεγκτοςμαντεία γένοιτο, ἀνεξέλεγκτος, τὴν ὁποίαν νὰ μὴ δύνηταί τις ν’ ἀποδείξη ψευδῆ, ὁ αὐτ. Ἀπολ. 22Α, πρβλ. Τίμ. 29Β: - Ἐπίρρ. ἀνελέγκτως λεγόμενον, ἄνευ ἀναιρέσεως ἢ ἀντιρρήσεως, Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10. 3) ἐπὶ προσ. ὡσαύτως, ὁ μὴ κατακριθείς, ἀθῳωθείς, ἀν. διαφυγεῖν Θουκ. 6. 53.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέλεγκτος, -ον)
1. ανεξέλεγκτος, ανεξέταστος
2. εκείνος που δεν αναιρέθηκε, δεν ανασκευάστηκε ή δεν μπορεί να αναιρεθεί
3. (για πρόσωπα) εκείνος του οποίου η ενοχή δεν αποδείχθηκε δικαστικά.

Greek Monotonic

ἀνέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω),
1. ανεξέταστος, ανεξέλεγκτος, ασφαλής από την ανάκριση, σε Θουκ.· μη κατάδικος, στον ίδ.
2. αναντίλεκτος, μη αντικρουόμενος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἀνελέγκτως, χωρίς αντίρρηση, αναντίρρητα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐλέγχω
1. not cross-questioned, safe from being questioned, Thuc.: unconvicted, Thuc.
2. not refuted, irrefutable, Plat.:—adv. ἀνελέγκτως, without refutation, Plut.

English (Woodhouse)

not to be confuted, unquestioned

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)