ἐξέρπω: Difference between revisions
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐξέρπω:'''<br /><b class="num">1 | |elrutext='''ἐξέρπω:'''<br /><b class="num">1</b> [[выползать]] ([[θύραζε]] Arph.; [[ὥσπερ]] τὰ φαλάγγια Arst.);<br /><b class="num">2</b> [[медленно продвигаться]] (οὐ ταχὶυ ἐξέρπει τὸ [[στράτευμα]] Xen.); (о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph.;<br /><b class="num">3</b> ирон. [[уезжать]] Chilon ap. Diog. L. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 18:18, 25 November 2022
English (LSJ)
aor. A ἐξείρπῠσα Arist.HA599a26, Aret.SD2.13:—creep out of, ἔκ τινος Ar.Nu.710. 2 abs., creep out or forth, of a lame man, S.Ph.294; εἴ τις ἐξέρποι θύραζε Ar.Eq.607; of insects, Arist.HA 550a5, 599a26. II generally, go out, Hp.Vict.1.24; go forth, of an army or general, οὐ ταχὺ ἐξέρπει X.An.7.1.8, cf. Chiloap.D.L.1.73. 2 go away, ὑγιὴς ἐξῆρπε IG4.951.97 (Epid.). III trans., make to come forth, produce, βατράχους LXX Ps.104(105).30.
German (Pape)
[Seite 878] dasselbe, hervorkriechen, herausschleichen, vom hinkenden Philoktet, Soph. Phil. 294; ἐκ τοῦ σκίμποδος, von den Wanzen, Ar. Nubb. 709; vom Heere, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, es rückt langsam aus, schleicht nur so, Xen. An. 7, 1, 8. – Uebh. hervorkommen, Chilo bei D. L. 1, 73. – Bei Sp. auch trans., hervorbringen.
French (Bailly abrégé)
1 ramper hors de, se traîner hors de;
2 se dérouler, se développer en parl. d'une armée.
Étymologie: ἐξ, ἕρπω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξέρπω:
1 выползать (θύραζε Arph.; ὥσπερ τὰ φαλάγγια Arst.);
2 медленно продвигаться (οὐ ταχὶυ ἐξέρπει τὸ στράτευμα Xen.); (о больном Филоктете) с трудом ползти, волочиться Soph.;
3 ирон. уезжать Chilon ap. Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξέρπω: ἀόρ. ἐξείρπῠσα Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 14, 2: ― ἕρπω ἔξω ἔκ τινος, Ἀριστοφ. Νεφ. 710. 2) ἀπολ., ἕρπω ἔξω, ἐπὶ χωλοῦ ἀνθρώπου, Σοφ. Φιλ. 294· εἴ τις ἐξέρπει θύραζε Ἀριστοφ. Ἱππ. 607· ἐπὶ ἐντόμων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 18, 3., 8. 14, 2· ἐπὶ στρατεύματος, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Ξεν. Ἀν. 7. 1, 8· φεύγω κρυφίως εἰς ἄλλον τόπον, ὡς αὐτὸς καὶ ἐξέρποις Χείλων παρὰ Διογ. Λ. 1. 73. ΙΙ. μεταβ., κάμνω νὰ ἑρπύσῃ τι ἔξω, ἐξάγω, ἐξῆρψεν ἡ γῆ αὐτῶν βατράχους Ἑβδ. (Ψαλμ. ΡΔ΄, 30), ἀντὶ ἐξεῖρψεν (μεταγεν. ἀόρ. ἀντὶ τοῦ δοκίμου ἐξείρπυσεν).
Greek Monolingual
ἐξέρπω (Α) έρπω
1. σέρνομαι έξω («ἐκ τοῦ σκίμποδος δάκνουσί μ' ἐξέρποντες οἱ Κορίνθιοι»)
2. πηγαίνω έξω
3. προχωρώ μπροστά
4. απέρχομαι
5. παράγω, γεννώ.
Greek Monotonic
ἐξέρπω: αόρ. αʹ -είρπῠσα·
1. έρπω, σέρνομαι έξω από, ἔκ τινος, σε Αριστοφ.
2. απόλ., σέρνομαι, γλιστρώ προς τα έξω ή μπροστά, σε Σοφ., Αριστοφ.· λέγεται για στράτευμα, οὐ ταχὺ ἐξέρπει, σε Ξεν.
Middle Liddell
aor1 -είρπῠσα
1. to creep out of, ἔκ τινος Ar.
2. absol. to creep out or forth, Soph., Ar.; of an army, οὐ ταχὺ ἐξέρπει Xen.