πάρισος: Difference between revisions
λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> presque égal;<br /><b>2</b> correspondant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἴσος]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[presque égal]];<br /><b>2</b> correspondant.<br />'''Étymologie:''' [[παρά]], [[ἴσος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl |
Revision as of 18:57, 28 November 2022
English (LSJ)
ον, A almost equal, evenly balanced, ἀγών, κίνδυνος, Plb.2.10.2, 5.69.8; π. ταῖς δυνάμεσι Id.1.13.12; πέλαγος π. τῷ Ποντικῷ Str.11.7.1; ἴση ἢ π. γε (sc. ἡ εὐθεῖα) Id.2.1.28. II in Rhet., of the clauses of a sentence, exactly balanced and even, π. καὶ ὁμοιοτέλευτον Arist. Rh.1410b1, cf. Phld. Rh.2.258 S.; ἰσόκωλα καὶ πάρισα D.S.12.53; ἀντίθετα καὶ π. καὶ ὁμοιόπτωτα Plu.2.350d; οὔτε π. τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι οὔτε παρόμοια parallel in structure, D.H. Comp.22, cf. 23; ἵνα τὸ τελευταῖον κῶλον π. καὶ ἐφάμιλλον τοῖς πρὸ αὐτοῦ γένηται ib.9; π. σχῆμα Hermog. Meth.16.
German (Pape)
[Seite 523] fast gleich, Pol. 2, 10, 2 u. öfter, bes. τοῖς πολεμίοις, den Feinden gewachsen; Moeris erkl. es für hellenistisch, dem attischen ἀμφιδήριτος καὶ ἀγχώμαλος entsprechend; – adv. παρίσως, ungefähr; – τὰ πάρισα, in der Rhetorik, wenn mehrere Kola hinter einander gleiche Ausgänge, Endreime, gleiche Stellung der Wörter haben; καὶ ὁμοιοτέλευτον, Arist. rhet. 3, 9; καὶ ἰσόκωλα καὶ ὁμοιοτέλευτα, D. Sic. 12, 53; Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 presque égal;
2 correspondant.
Étymologie: παρά, ἴσος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάρ-ισος -ον bijna gelijk; ret. subst. n. gelijke lengte van zinsdelen. Aristot. Rh. 1410b1.
Russian (Dvoretsky)
πάρῐσος:
1 почти равный, приблизительно одинаковый (ταῖς δυνάμεσι Polyb.);
2 рит. одинаково построенный (π. καὶ ὁμοιοτέλευτος Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
πάρῐσος: -ον, σχεδὸν ἴσος, ἀγών, κίνδυνος Πολύβ. 2. 10, 2, κτλ.· π. ταῖς δυνάμεσι ὁ αὐτ. 1. 13, 12. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορικῇ, δύο κῶλα ἀλλεπάλληλα συμφωνοῦντα κατὰ τὸν ῥυθμὸν πρὸς ἄλληλα καὶ ἔχοντα ἴσας ἢ σχεδὸν ἴσας συλλαβάς, πάρισον καὶ ὁμοιοτέλευτον Ἀριστ. Ρητορ. 3. 9, 9· ἰσόκωλα καὶ πάρισα Διόδ. 12. 53· πρβλ. παρίσωσις.
Greek Monolingual
-η, -ο / πάρισος, -ον, ΝΑ
1. σχεδόν ίσος, ισόρροπος («πέλαγος πάρισον τῷ Ποντικῷ», Στράβ.)
2. (στην αρχαία ρητορική) ο ακριβώς ισοζυγισμένος σε μια πρόταση λόγος, αυτός που έχει ίσο αριθμό συλλαβών ή αντιστοιχία λέξεων με την προηγούμενη πρόταση («ἀντίθετα καὶ πάρισα καὶ ὁμοιόπτωτα», Πλούτ.)
αρχ.
παρόμοιος κατά την κατασκευή («οὔτε πάρισα τὰ κῶλα ἀλλήλοις εἶναι παρόμοια», Διον. Αλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ἴσος.
Greek Monotonic
πάρῐσος: -ον, σχεδόν ίσος, σχεδόν ισοδύναμος, σε Πολύβ.· λέγεται για τις προτάσεις μιας περιόδου, σε Αριστ.
Middle Liddell
πάρ-ῐσος, ον,
almost equal, evenly balanced, Polyb.: of the clauses of a sentence, Arist.