παλιντριβής: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt. | |elnltext=παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] [[geslepen]], [[doortrapt]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 13:41, 29 November 2022
English (LSJ)
ές, A rubbed again and again, of the ass, obstinate, resisting all blows, Semon.7.43. 2 knavish, crafty, τὰ… πανοῦργα καὶ π. S.Ph.448.
German (Pape)
[Seite 451] ές, wiederholt gerieben, abgerieben; bei Soph. Phil. 448, wo παλιντριβῆ καὶ πανοῦργα den δίκαια καὶ χρηστά entgegengesetzt ist, scheint es so zu nehmen, wie Simonds. de mul. 43 den Esel παλ. nennt, der, durch wiederholte Schläge stumpf geworden und hartnäckig, nicht von der Stelle zu treiben ist; der Schol. Soph. erkl. τετριμμένα τοῖς κακοῖς.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
rusé, fourbe ; τὰ παλιντριβῆ SOPH les fourbes.
Étymologie: πάλιν, τρίβω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παλιντριβής -ές [πάλιν, τρίβω] geslepen, doortrapt.
Russian (Dvoretsky)
πᾰλιντρῐβής: много тертый, т. е. хитрый, пронырливый: τὰ πανοῦργα καὶ παλιντριβῆ Soph. обман и хитрость.
Greek Monolingual
παλιντριβής, -ές (Α)
1. (για τον όνο) αυτός που υπομένει τα επανειλημμένα χτυπήματα
2. πανούργος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -τριβής (< τρίβω), πρβλ. ισο-τριβής].
Greek Monotonic
πᾰλιντρῐβής: -ές (τρίβω), αυτός που τρίβεται ξανά και ξανά· απ' όπου, πανούργος, δόλιος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλιντρῐβής: -ές, ὁ ἐκ νέου ἢ συνεχῶς τριβόμενος, ἐπὶ τοῦ ὄνου, σκληροτράχηλος, ἐπίμονος, ἀνθιστάμενος πρὸς ὅλα τὰ κτυπήματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 6. 43. 2) πανοῦργος, δόλιος, τὰ ... πανοῦργα καὶ π. Σοφ. Φιλ. 448. - Καθ’ Ἡσύχ.: «παλιντριβῆ· κακεντρεχῆ».
Middle Liddell
πᾰλιν-τρῐβής, ές τρίβω
rubbed again and again: hence hardened, knavish, Soph.