πολύμηλος: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=πολύμηλος -ον [πολύς, μῆλον] [[rijk aan schapen]]. | |elnltext=πολύμηλος -ον [[[πολύς]], [[μῆλον]]] [[rijk aan schapen]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 14:03, 29 November 2022
English (LSJ)
ον (fem. -μήλη Suid.), (μῆλον A) with many sheep or goats, rich in flocks, of persons, Il.2.705, 14.490 (never in Od.), Hes.Op.308; of places, Il.2.605, Pi.P.9.6 (where codd. have πολύμηλος correctly; πολύμᾱλος in O.1.12, if correct, means rich in tree-fruit).
German (Pape)
[Seite 666] dor. πολύμαλος, viele Schafe od. Ziegen habend; bei Hom. Il. u. Hymn. Beiwort von Menschen u. Gegenden; Hes. nur von Menschen, O. 306; χθών, Pind. P. 9, 6; Σικελία, Ol. 1, 12; πολυμηλοτάτην ἑστίαν οἰκεῖς, Eur. Alc. 591. – Es könnte auch »äpfel-, obstreich« bedeuten. – S. nom. pr.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
riche en moutons, p. ext. en troupeaux.
Étymologie: πολύς, μῆλον¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολύμηλος -ον [πολύς, μῆλον] rijk aan schapen.
Russian (Dvoretsky)
πολύμηλος: дор. πολύμᾱλος 2 богатый мелким скотом (овцами и козами) (Φόρβας Hom.; Σικελία Pind.; ἑστία Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
πολύμηλος: -ον, (μῆλον) ὁ ἔχων πολλὰ πρόβατα ἢ αἶγας, πλούσιος εἰς ποίμνια, ἐπὶ προσώπων, Ἰλ. Β. 705, Ξ. 490 (οὐδαμοῦ ἐν τῇ Ὀδ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 300· ἐπὶ χωρῶν, Ἰλ. Β. 605, Πινδ. Ο. 1. 19, Π. 9. 11 (ἔνθα ὁ τύπος πολύμᾱλος εἶναι ἐσφαλμένος, διότι οἱ Δωριεῖς οὐδέποτε ἔλεγον μᾶλα ἀλλὰ μῆλα (τὰ πρόβατα), Ahrens D. Dor. 153)· ὑπερθ., Εὐρ. Ἀλκ. 588.
English (Autenrieth)
rich in sheep or flocks. (Il.)
English (Slater)
πολύμηλος, -ον rich in flocks (v. Forssman, 62ff.) ἐν πολυμήλῳ Σικελίᾳ (πολυμάλῳ v.l., fort. recte: cf. Σ gloss. ad φερεμήλους Πα. . 3, πολυμα<hi rend=""over"">ηλους) (O. 1.12) νιν πολυμήλου καὶ πολυκαρποτάτας θῆκε δέσποιναν χθονὸς (P. 9.6)
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει πολλά αρνιά, πολλά κοπάδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μηλος (< μῆλον «πρόβατο»), πρβλ. εύ-μηλος].
Greek Monotonic
πολύμηλος: -ον (μῆλον), αυτός που έχει πολλά πρόβατα ή γίδες, πλούσιος σε κοπάδια, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Ευρ.
Middle Liddell
πολύ-μηλος, ον, μῆλον
with many sheep or goats, rich in flocks, Il., Hes., Eur.