σύμπτωσις: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 .<br")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[affaissement]], [[écroulement]];<br /><b>2</b> rencontre.<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[affaissement]], [[écroulement]];<br /><b>2</b> [[rencontre]].<br />'''Étymologie:''' [[συμπίπτω]].
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 10:50, 30 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμπτωσις Medium diacritics: σύμπτωσις Low diacritics: σύμπτωσις Capitals: ΣΥΜΠΤΩΣΙΣ
Transliteration A: sýmptōsis Transliteration B: symptōsis Transliteration C: symptosis Beta Code: su/mptwsis

English (LSJ)

εως, ἡ, A falling together, collapsing, Hp. Aph.1.3, Epid.6.3.1; τῆς οἰκίας Str.14.5.4, cf. 5.3.7, S.E.M.5.91, CIG3293 (Smyrna). II falling together, meeting, (ποταμῶν) Plb. 3.49.6; ὀρῶν Id.2.14.8; point of meeting or intersection, Archim. Sph.Cyl.1.10, al., Str.2.1.10,37, Ptol.Geog.1.3.1, Dam.Pr.29. 2 in hostile sense, attack, onset, Plb.1.57.7, etc. 3 = συνέμπτωσις, Sch.Ar.Th.21, A.D.Adv.151.5, Synt.52.8 (v.l. συνέμ-). 4 σ. φωνηέντων collision of vowels, Phld.Rh.1.163S. III incident, accident, Arist.HA585b25; circumstance, Plb.3.49.5. IV a disease of the eye, prob. contraction of the pupil, Gal.14.777; also, contraction of the throat, Aret.CA1.4.

German (Pape)

[Seite 990] ἡ, das Zusammenfallen, -treffen; τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Pol. 3, 49, 6; ὀρῶν, 2, 14, 8, u. öfter; πετρῶν, Apolld., u. A.; auch Vereinigung, Verbindung, Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 affaissement, écroulement;
2 rencontre.
Étymologie: συμπίπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύμ-πτωσις -εως, ἡ ook ξύμπτωσις [συμ- πίπτω] (lichamelijke) instorting, het afvallen (gewicht). Hp. Aph. 1.3.

Russian (Dvoretsky)

σύμπτωσις: εως ἡ
1 встреча, слияние (σ. τῶν ποταμῶν πρὸς ἀλλήλους Polyb.);
2 соприкосновение, стык (τῶν Ἀπεννίνων ὀρῶν καὶ τῶν Ἀλπεινῶν Polyb.);
3 столкновение, стычка: αἱ συμπτώσεις ἄπαυστοι Polyb. беспрерывные стычки;
4 случайность, случай (διὰ σύμπτωσίν τινα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σύμπτωσις: ἡ, (συμπίπτω) τὸ πίπτειν ὁμοῦ, κατάπτωσις, καταβύθισις, Ἱππ. Ἀφ. 1243· τῆς οἰκίας Στράβ. 670, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3293. ΙΙ. συμβολή, συνάντησις, ποταμῶν Πολύβ. 3. 49, 6· ὀρῶν ὁ αὐτ. 2. 14, 8· τῶν εὐθειῶν Πτολ. 2) ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, ἐπίθεσις, Πολύβ. 1. 57, 7 κτλ. 3) = συνέμπτωσις, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Θεσμ. 21, Α. Β. 561. ΙΙΙ. «σύμπτωσις», τυχαῖον συμβάν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστορ. 7. 6, 4.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ
βλ. σύμπτωση.

Greek Monotonic

σύμπτωσις: ἡ (συμπίπτω),·
I. κατάπτωση, συντριβή, καταβύθιση, σε Στράβ.
II. συνάντηση, σε Πολύβ.· με αρνητική σημασία, επίθεση, στον ίδ.

Middle Liddell

σύμπτωσις, εως, συμπίπτω
I. a collapsing, Strab.
II. a meeting, Polyb.: in hostile sense, an attack, Polyb.