γναφεύς: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι πενίας οὐδὲ ἓν μεῖζον κακόν → Non ullum paupertate maius est malum → Als Armut gibt es keine größre Schlechtigkeit

Menander, Monostichoi, 436
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[γναφιάς]], ο (AM [[γναφεύς]], Α και [[κναφεύς]]) [[κνάφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατεργάζεται [[μαλλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ψαριού.
|mltxt=[[γναφέας]] και [[γναφιάς]], ο (AM [[γναφεύς]], Α και [[κναφεύς]]) [[κνάφος]]<br /><b>1.</b> αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο [[βυρσοδέψης]]<br /><b>2.</b> αυτός που κατεργάζεται [[μαλλί]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] ψαριού.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese

Revision as of 16:33, 30 November 2022

English (Strong)

by variation for a derivative from knapto (to tease cloth); a cloth-dresser: fuller.

English (Thayer)

γναφέως, ὁ (also (earlier) κναφεύς, from γνάπτω or κνάπτω to card), a fuller: Herodotus, Xenophon, and following; the Sept. 2 Kings 18:17.)

French (Bailly abrégé)

c. κναφεύς.

French (New Testament)

qui nettoie les vêtements

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γναφεύς -έως, ὁ volder, wolkammer, zie ook κναφεύς.

Greek Monolingual

γναφέας και γναφιάς, ο (AM γναφεύς, Α και κναφεύς) κνάφος
1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, ο βυρσοδέψης
2. αυτός που κατεργάζεται μαλλί
αρχ.
ονομασία ψαριού.

Chinese

原文音譯:gnafeÚj 格那肺士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:梳毛(者)
字義溯源:漂布者,整理布料者;源自(Κλωπᾶς)X*=梳理布)
出現次數:總共(1);可(1)
譯字彙編
1) 漂布的(1) 可9:3

German (Pape)

weichere Form für κναφεύς.