τέρψις: Difference between revisions
πρῶτον μὲν οὖν ὄστρεια παρὰ Νηρεῖ τινι ἰδὼν γέροντι φυκί ἠμφιεσμένα ἔλαβον ἐχίνους τ' ἐστὶ γὰρ προοίμιον δείπνου χαριέντως ταῦτα πεπρυτανευμένου → So first I spotted oysters wrapped in seaweed at the shop of some old Nereus, and sea urchins, which I bought; these were the appetizers for a delightfully managed dinner
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> rassasiement, | |btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> [[rassasiement]], [[plénitude]] : τινος satisfaction d'un désir;<br /><b>2</b> [[jouissance]], [[charme]], [[plaisir délicieux]] ; avec un gén., plaisir que procure qch ; [[τέρψις]] [[ἐστί]] μοι avec l'inf. : c'est un plaisir délicieux pour moi de.<br />'''Étymologie:''' [[τέρπω]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 08:50, 10 December 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, also ιος Orph.Fr.11: (τέρπω):— enjoyment, delight, τινος from or in a thing, τέρψις ἀοιδῆς Hes.Th.917, cf. Ar.Ra.676 (lyr.); δείπνων τέρψιες Pi.P.9.19, cf. Th.2.38; χλιδανῆς ἥβης τέρψις A.Pers. 544 (anap.); κυλίκων S.Aj.1201 (lyr.); εἰς τέρψιν τινῶν ἐλθεῖν E.Ph. 195, cf. IT797; βραχεῖα τέρψις ἡδονῆς κακῆς Id.Fr.362.23: τέρψις ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to... ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός S.OC766, cf. 775: abs., joy, delight, Thgn.787, Pi.O.12.11, B.1.59, A.Ag.611, etc.: pl., αἱ διὰ τῶν αἰσθήσεων τέρψις Phld.D.3.14: distinguished from the more general term ἡδονή by Prodic. ap. Arist.Top.112b23, cf. Pl.Phlb. 11b.
German (Pape)
[Seite 1095] εως, ἡ; eigtl. Sättigung, Befriedigung, πόθου, Eur.; gew. Vergnügung, Ergötzung, τέρψις ἀοιδῆς, Hes. Th. 917; δείπνων τέρψιας, Pind. P. 9, 19; Ol. 12, 11; οὐδ' οἶδα τέρψιν, οὐδ' ἐπίψογον φάτιν ἄλλου πρὸς ἀνδρός, Aesch. Ag. 597; Soph. O. R. 1477 u. öfter, wie Eur.; u. sp. D., τέρψιας ὀρχηθμοῖο, Ep. (IX, 504). – Auch in Prosa: Her. 7, 39; Plat. Crat. 419 c; καὶ ἡδονή, Phil. 11 b; Thuc. 2, 38; Isocr. 1, 16; Sp., wie Pol. 9, 2, 6; vgl. Arist. top. 2, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 rassasiement, plénitude : τινος satisfaction d'un désir;
2 jouissance, charme, plaisir délicieux ; avec un gén., plaisir que procure qch ; τέρψις ἐστί μοι avec l'inf. : c'est un plaisir délicieux pour moi de.
Étymologie: τέρπω.
Russian (Dvoretsky)
τέρψις: εως, ион. ιος ἠ
1 удовольствие, наслаждение, радость (δείπνων τέρψιες Pind.; ἥβης τ. Aesch.): ἐς τέρψιν ἰέναι Eur. проникаться радостью; ἦν μοι τ. ἐκπεσεῖν χθονός Soph. для меня (Эдипа) было радостью изгнание;
2 удовлетворение: πόθου ἐς τέρψιν ἐλθεῖν Eur. удовлетворить свое желание.
Greek (Liddell-Scott)
τέρψις: -εως, ἡ, καὶ -ιος Πλάτ. Νόμ. 669D· (τέρπω)· - τὸ τέρπεσθαι, εὐφροσύνη, ἡδονή, τινός, ἔκ τινος ἢ εἴς τι, τέρψις ἀοιδῆς Ἡσ. Θ. 917· δείπνων τέρψιες Πινδ. Π. 9. 35· χλιδανῆς ἥβης τ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 544· κυλίκων Σοφ. Αἴ. 1201· εἰς τέρψιν τινὸς ἐλθεῖν Εὐρ. Φοίν. 195, πρβλ. Ι. Τ. 797. Κύκλ. 522· βραχεῖα τ. ἡδονῆς κακῆς ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 364. 23· - τ. ἐστί μοι, μετ’ ἀπαρ. εἶναι τέρψις μου νά…, ὅτ’ ἦν μοι τέρψις ἐκπεσεῖν χθονὸς Σοφ. Ο. Κ. 766, πρβλ. 755 - ἀπολ., χαρά, εὐφροσύνη, Θέογν. 787Β, Πινδ. Ο. 12. 15. Αἰσχύλ. Ἀγ. 611, κλπ.· διαστέλνεται δὲ ἀπὸ τοῦ γενικωτέρου ἡδονὴ ὑπὸ τοῦ Προδίκου ἐν Ἀριστ. Τοπ. 2. 6, 6, πρβλ. Θουκ. 2. 38, Πλάτ. Φίληβ. 11Β.
English (Slater)
delight πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν, ἔμπαλιν μὲν τέρψιος (O. 12.11) ἐφίλησεν οὔτε δείπνων μεθ' ἑταιρᾶν τέρψιας (P. 9.19) μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν (N. 8.43) μήδ' ἀμαύρου τέρψιν ἐν βίῳ fr. 126. 1.
Greek Monolingual
η / τέρψις, -εως, ΝΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος Α τέρπω
1. ευχαρίστηση, ηδονή
2. χαρά, ευφροσύνη
νεοελλ.
διασκέδαση, ψυχαγωγία
αρχ.
φρ. «τέρψις ἔστι μοι»
(με απαρμφ.) είναι τέρψη μου, αισθάνομαι χαρά που... (Σοφ.).
Greek Monotonic
τέρψις: -εως και -ιος, ἡ (τέρπω), διασκέδαση, χαρά, ηδονή, τινός, από κάποιον ή σε κάποιο πράγμα, σε Ησίοδ., Τραγ.· τέρψις ἐστί μοι, με απαρ., είναι ευχαρίστησή μου να κάνω, σε Σοφ.· απόλ., χαρά, ευφροσύνη, σε Θέογν., Αισχύλ.
Middle Liddell
τέρψις, εως ιος, ἡ, τέρπω
enjoyment, delight, τινός from or in a thing, Hes., Trag.; τέρψις ἐστί μοι, c. inf., it is my pleasure to do, Soph.:—absol. gladness, joy, delight, pleasure, Theogn., Aesch.