ἀνδραγαθία: Difference between revisions

From LSJ

ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=andragathia
|Transliteration C=andragathia
|Beta Code=a)ndragaqi/a
|Beta Code=a)ndragaqi/a
|Definition=Ion. <b class="b3">-ιη</b>, ἡ, [[bravery]], [[manly virtue]], <span class="bibl">Hdt.1.99</span>,<span class="bibl">136</span>, al., <span class="bibl">Th.2.42</span>; [[the character of an upright man]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>191</span>, <span class="bibl">Phryn.Com.1</span>; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφχνοῦσθαι <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>6</span>.
|Definition=Ion. [[ἀνδραγαθίη]]>, ἡ, [[bravery]], [[manly virtue]], <span class="bibl">Hdt.1.99</span>,<span class="bibl">136</span>, al., <span class="bibl">Th.2.42</span>; the [[character]] of an [[upright]] [[man]], <span class="bibl">Ar.<span class="title">Pl.</span>191</span>, <span class="bibl">Phryn.Com.1</span>; ἀνδραγαθίας ἑνεκα [[στεφανόω|στεφανοῦσθαι]] <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>6</span>.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 11:51, 10 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδραγαθία Medium diacritics: ἀνδραγαθία Low diacritics: ανδραγαθία Capitals: ΑΝΔΡΑΓΑΘΙΑ
Transliteration A: andragathía Transliteration B: andragathia Transliteration C: andragathia Beta Code: a)ndragaqi/a

English (LSJ)

Ion. ἀνδραγαθίη>, ἡ, bravery, manly virtue, Hdt.1.99,136, al., Th.2.42; the character of an upright man, Ar.Pl.191, Phryn.Com.1; ἀνδραγαθίας ἑνεκα στεφανοῦσθαι Hyp.Lyc.6.

Spanish (DGE)

(ἀνδρᾰγᾰθία) -ας, ἡ
I 1valor, hombría, bravura Hdt.1.99, 136, 6.128, tít. en Democr.B 2a, καὶ γὰρ τοῖς τἆλλα χείροσι δίκαιον τὴν ἐς τοὺς πολέμους ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀνδραγαθίαν προτίθεσθαι Th.2.42, ἦσαν γὰρ οἱ λοχαγοὶ πλησίον ἀλλήλων οἳ πάντα τὸν χρόνον ἀλλήλοις περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο X.An.5.2.11, ὁ Ἀριστογείτων ἐκεῖνος καὶ Ἁρμόδιος οὐ διὰ τὸ γένος ἐτιμήθησαν ἀλλὰ διὰ τὴν ἀνδραγαθίαν Is.5.47, ἐν δὲ κινδύνοις καὶ πόνοις καρτερίαν καὶ ἀνδραγαθίαν Plu.2.97e, cf. 221b, Polyaen.3.9.1, τῶν ἐκείνου στρατηγῶν POxy.1799.23 (II d.C.), cf. Th.3.64, 5.101, Arist.Pol.1270b38, X.Ages.10.2, Lac.4.2, Isyll.4, Plb.2.38.3, 5.60.3, BGU 531.2.6 (I a.C.), Ph.2.131, LXX Es.10.2.
2 rectitud, integridad Ar.Pl.191, Th.3.57, ἀ. ... καὶ δικαιοσύνη D.22.72, cf. Isoc.6.105, Hyp.Lyc.16, Hippod.p.14, Diotog.2.
II hazaña LXX 1Ma.5.56, 10.15, Ph.2.558
acción noble Φίλιππον ἐπίσκοπον αὐτῶν ἀποδέχεται ἅτε δὴ ἐπὶ πλείσταις μαρτυρουμένης ἀνδραγαθίαις τῆς ὑπ' αὐτὸν ἐκκλησίας Eus.HE 4.23.5.

German (Pape)

[Seite 216] ἡ, das Bravsein, Tapferkeit, Her. 1, 99. 5, 39; Thuc. 2, 42; Xen. Cyr. 3, 3, 55; περὶ ἀνδραγαθίας ἀντεποιοῦντο ἀλλήλοις An. 5, 2, 11; Polyb. u. Sp. – Dann übh. Tugend, Rechtschaffenheit, Xen. Ag. 10, 2 Lac. 4, 2. Bei Dem. ἀνδραγαθίας ἕνεκα καὶ δικαιοσύνης, als Belobigungsformel, 22, 72; vgl. 59, 75 κατ' ἀνδραγαθίαν αἱρεῖσθαι, wie ἀνδρ. εἰς τὸν δῆμον ibd. 89.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 courage;
2 loyauté, vertu.
Étymologie: ἀνήρ, ἀγαθός.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδρᾰγᾰθία: ион. ἀνδρᾰγᾰθίη ἡ
1 мужество, доблесть Her., Thuc., Xen., Arph., Polyb., Plut.;
2 добродетель, честность, порядочность, Thuc., Xen., Dem.;
3 мужественный поступок, подвиг Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδρᾰγᾰθία: Ἰων. -ίη, ἡ, γενναιότης, ἀνδρεία, ἀρετή, Ἡρόδ. 1. 99, 136, καὶ ἀλλ. 2) ἐν Ἀθήναις ἡ λέξις ἐσήμαινε γενναιότητα μετὰ τιμιότητος, ἥτις ἦτο τὸ χαρακτηριστικὸν τοῦ γενναίου καὶ τιμίου ἀνδρός, Ἀριστοφ. Πλ. 191, Φρύν. Κωμ. ἐν «Ἐφιάλτῃ» 2, Θουκ. 2. 42· ἀνδραγαθίας ἕνεκα στεφανοῦσθαι Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 13· πρβλ. ἀνδραγαθίζομαι.

Greek Monolingual

η (AM ἀνδραγαθία)
γενναιότητα, παληκαριά, ηρωισμός
νεοελλ.-μσν.
ανδραγάθημα, κατόρθωμα
αρχ.
γενναιότητα και τιμιότητα μαζί, ο χαρακτήρας του τέλειου άντρα.

Greek Monotonic

ἀνδρᾰγᾰθία: Ιων. -ίη, ἡ (ἀνήρ, ἀγαθός), γενναιότητα, ανδρική αρετή, ο χαρακτήρας ενός γενναίου και τίμιου ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Middle Liddell

ἀνήρ, ἀγαθός
bravery, manly virtue, the character of a brave honest man, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

nobility, nobility of character

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)