εἰσκομιδή: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
mNo edit summary |
m (Text replacement - "εἰς" to "εἰς") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσκομιδή]];<br />[[importation]], [[introduction]].<br />'''Étymologie:''' | |btext=ῆς (ἡ) :<br /><i>anc. att.</i> [[ἐσκομιδή]];<br />[[importation]], [[introduction]].<br />'''Étymologie:''' εἰς, [[κομιδή]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Revision as of 12:10, 10 December 2022
English (LSJ)
ἡ, importation of supplies, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4: pl., ib.24; bringing in, Orib.Eup.3.7.5.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.7.4, 24
traída, aprovisionamiento frec. c. gen. obj. τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4, cf. 24, ὅπλων Aen.Tact.29 tít., cf. I.BI 5.493, τῶν ἀναγκαίων Men.Prot.25.2.10
•econ. entrada, ingreso ἡ τῶν δημοσίων εἰ. ... καὶ αἱ ἄλλαι δαπάναι Iust.Nou.128.15, cf. Edict.13.14, 18, 9.2.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσκομιδή;
importation, introduction.
Étymologie: εἰς, κομιδή.
Russian (Dvoretsky)
εἰσκομῐδή: староатт. ἐσκομιδή ἡ ввоз (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκομιδή: ἡ, τὸ εἰσκομίζειν, εἰσαγωγή, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Θουκ. 7. 4· οὕτως, αἱ ἐσκομιδαὶ αὐτόθι 24.
Greek Monolingual
εἰσκομιδή, η (Α)
1. εισαγωγή, τροφίμων στην πόλη
2. εισαγωγή της σοδειάς από τους αγρούς στην πόλη ή σε αποθήκες
3. εισαγωγή.
Greek Monotonic
εἰσκομιδή: ἡ, εισαγωγή προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.
Middle Liddell
εἰσκομιδή, ἡ,
importation of supplies, Thuc. [from εἰσκομίζω